θελξίπικρος: Difference between revisions

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />mêlé de douceur et d'amertume.<br />'''Étymologie:''' [[θέλγω]], [[πικρός]].
|btext=ος, ον :<br />mêlé de douceur et d'amertume.<br />'''Étymologie:''' [[θέλγω]], [[πικρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''θελξίπικρος:''' мучительно-приятный ([[κνησμονή]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θελξίπικρος:''' ον, ο γλυκά [[επώδυνος]], σε Ανθ. Π.
|lsmtext='''θελξίπικρος:''' ον, ο γλυκά [[επώδυνος]], σε Ανθ. Π.
}}
{{elru
|elrutext='''θελξίπικρος:''' мучительно-приятный ([[κνησμονή]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θελξί-πικρος, ον<br />[[sweetly]] [[painful]], Anth.
|mdlsjtxt=θελξί-πικρος, ον<br />[[sweetly]] [[painful]], Anth.
}}
}}

Revision as of 13:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελξῐπικρος Medium diacritics: θελξίπικρος Low diacritics: θελξίπικρος Capitals: ΘΕΛΞΙΠΙΚΡΟΣ
Transliteration A: thelxípikros Transliteration B: thelxipikros Transliteration C: thelksipikros Beta Code: qelci/pikros

English (LSJ)

ον, sweetly painful, κνησμοναί App.Anth.3.158.

German (Pape)

[Seite 1193] κνησμονή, schmerzhaft reizend, Ep. ad. 445 (App. 304).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mêlé de douceur et d'amertume.
Étymologie: θέλγω, πικρός.

Russian (Dvoretsky)

θελξίπικρος: мучительно-приятный (κνησμονή Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θελξίπικρος: -ον, προξενῶν ἡδονὴν μετὰ πικρίας, κνησμονὴ Ἀνθ. Π. παράρτ. 304, ὡς τὸ γλυκύπικρος.

Greek Monolingual

θελξίπικρος, -ον (Α)
αυτός που θέλγει, που ευχαριστεί με τον πόνο, με την πικρία, που προξενεί ηδονή με πικρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + πικρός.

Greek Monotonic

θελξίπικρος: ον, ο γλυκά επώδυνος, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θελξί-πικρος, ον
sweetly painful, Anth.