θρασυμέμνων: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />résolu, hardi, intrépide.<br />'''Étymologie:''' [[θρασύς]], [[μέμνων]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />résolu, hardi, intrépide.<br />'''Étymologie:''' [[θρασύς]], [[μέμνων]].
}}
{{elru
|elrutext='''θρᾰσῠμέμνων:''' 2, gen. ονος смелый, отважный, неустрашимый ([[Ἡρακλῆς]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θρασυμέμνων]], -ονος,ὁ (Α)<br />(ως επίθ. του Ηρακλέους και του Μελεάγρου) αυτός που έχει τολμηρό [[φρόνημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θρασυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μέμνων]] «[[σταθερός]], [[αποφασιστικός]]»].
|mltxt=[[θρασυμέμνων]], -ονος,ὁ (Α)<br />(ως επίθ. του Ηρακλέους και του Μελεάγρου) αυτός που έχει τολμηρό [[φρόνημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θρασυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μέμνων]] «[[σταθερός]], [[αποφασιστικός]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''θρᾰσῠμέμνων:''' 2, gen. ονος смелый, отважный, неустрашимый ([[Ἡρακλῆς]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[bravely]] [[steadfast]] (cf. [[Μέμνων]]), Hom.
|mdlsjtxt=<br />[[bravely]] [[steadfast]] (cf. [[Μέμνων]]), Hom.
}}
}}

Revision as of 13:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρασυμέμνων Medium diacritics: θρασυμέμνων Low diacritics: θρασυμέμνων Capitals: ΘΡΑΣΥΜΕΜΝΩΝ
Transliteration A: thrasymémnōn Transliteration B: thrasymemnōn Transliteration C: thrasymemnon Beta Code: qrasume/mnwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (θρασύς, Skt. mánma, OIr. menma 'spirit', cf. Ἀγαμέμνων) brave-spirited, epithet of Heracles, Il. 5.639, Od.11.267; of Meleager, B.5.69.

German (Pape)

[Seite 1216] ον (μένος, μέμονα), kühn gesinnt, dreist, Herakles, Il. 5, 639 Od. 11, 267, VLL. θρασὺς κατὰ τὸ μένος.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
résolu, hardi, intrépide.
Étymologie: θρασύς, μέμνων.

Russian (Dvoretsky)

θρᾰσῠμέμνων: 2, gen. ονος смелый, отважный, неустрашимый (Ἡρακλῆς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

θρᾰσυμέμνων: -ον, ὁ εὐτόλμως σταθερὸς (πρβλ. μέμνων), ἐπίθ. τοῦ Ἡρακλέους, Ἰλ. Ε. 639. Ὀδ. Λ. 267, Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

ονος: bravely steadfast (if from μίμνω), epithet of Heracles, Il. 5.639 and Od. 11.267.

Greek Monolingual

θρασυμέμνων, -ονος,ὁ (Α)
(ως επίθ. του Ηρακλέους και του Μελεάγρου) αυτός που έχει τολμηρό φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + μέμνων «σταθερός, αποφασιστικός»].

Middle Liddell


bravely steadfast (cf. Μέμνων), Hom.