αἰνόλεκτρος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à l'hymen funeste.<br />'''Étymologie:''' [[αἰνός]], [[λέκτρον]].
|btext=ος, ον :<br />à l'hymen funeste.<br />'''Étymologie:''' [[αἰνός]], [[λέκτρον]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[αἰνόλεκτρος]] -ον [[αἰνός]], [[λέκτρον]] met een ellendig huwelijk.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰνόλεκτρος:''' Aesch. = [[αἰνόγαμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰνόλεκτρος:''' -ον ([[λέκτρον]]), αυτός που έχει συνάψει ολέθριο γάμο, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''αἰνόλεκτρος:''' -ον ([[λέκτρον]]), αυτός που έχει συνάψει ολέθριο γάμο, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰνόλεκτρος:''' Aesch. = [[αἰνόγαμος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λέκτρον]]<br />[[fatally]] wedded, Aesch.
|mdlsjtxt=[[λέκτρον]]<br />[[fatally]] wedded, Aesch.
}}
{{elnl
|elnltext=[[αἰνόλεκτρος]] -ον [[αἰνός]], [[λέκτρον]] met een ellendig huwelijk.
}}
}}

Revision as of 11:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰνόλεκτρος Medium diacritics: αἰνόλεκτρος Low diacritics: αινόλεκτρος Capitals: ΑΙΝΟΛΕΚΤΡΟΣ
Transliteration A: ainólektros Transliteration B: ainolektros Transliteration C: ainolektros Beta Code: ai)no/lektros

English (LSJ)

ον, A fatally wedded, ib.713 (lyr.), Lyc.820. II with a frightful bed, of the cave of Echidna, Id.1354.

Spanish (DGE)

-ον
1 cuyo lecho trae desgracia, de matrimonio desgraciadoParis, A.A.712, Helena, Lyc.820.
2 que es un lecho terrible μυχός Lyc.1354.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l'hymen funeste.
Étymologie: αἰνός, λέκτρον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰνόλεκτρος -ον αἰνός, λέκτρον met een ellendig huwelijk.

Russian (Dvoretsky)

αἰνόλεκτρος: Aesch. = αἰνόγαμος.

Greek (Liddell-Scott)

αἰνόλεκτρος: -ον, ὁ εἰς ὀλέθριον γάμον ἐλθών, Αἰσχύλ. Ἀγ. 713· πρβλ. αἰνολεχής, αἰνόγαμος. ΙΙ. ὁ φοβερὰν ἔχων κλίνην ἢ κοίτην, περὶ τῶν σπηλαίων τῆς Ἐχίδνης, Λυκόφρ. 1. 354.

Greek Monotonic

αἰνόλεκτρος: -ον (λέκτρον), αυτός που έχει συνάψει ολέθριο γάμο, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λέκτρον
fatally wedded, Aesch.