δεκάβοιος: Difference between revisions
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br />du prix de dix bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[δέκα]], [[βοῦς]]. | |btext=ος, ον :<br />du prix de dix bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[δέκα]], [[βοῦς]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=δεκάβοιος -ον [δέκα, βοῦς] tien runderen waard. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δεκάβοιος:''' стоимостью в 10 «[[быков]]», т. е. в десять монет с изображением быка (выпущенных Тесеем) Plut. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''δεκάβοιος:''' -ον ([[βοῦς]]), αυτός που αξίζει [[ίσαμε]] [[δέκα]] βόδια· <i>τὸ δεκάβοιον</i>, [[νόμισμα]] αποδιδόμενο στο Θησέα, σε Πλούτ. | |lsmtext='''δεκάβοιος:''' -ον ([[βοῦς]]), αυτός που αξίζει [[ίσαμε]] [[δέκα]] βόδια· <i>τὸ δεκάβοιον</i>, [[νόμισμα]] αποδιδόμενο στο Θησέα, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''δεκάβοιος''': -ον, ([[βοῦς]]), ἀξίζων [[δέκα]] [[βοῦς]], τὸ δεκ., [[νόμισμα]] ἀποδιδόμενον εἰς τὸν Θησέα, Πλούτ. Θησ. 25· δεκάβοιον ἀποτίνειν, ἔκ τινος νόμου τοῦ Δράκοντος, Πολυδ. Β΄, 61, ἴδε καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[βοῦς]]<br />[[worth]] ten oxen, τὸ δεκάβοιον a [[coin]] attributed to [[Theseus]], Plut. | |mdlsjtxt=[[βοῦς]]<br />[[worth]] ten oxen, τὸ δεκάβοιον a [[coin]] attributed to [[Theseus]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, (βοῦς) worth ten oxen, τὸ δ. a coin attributed to Theseus, Plu. Thes.25; δεκάβοιον ἀποτίνειν, from a law of Draco, Poll.2.61.
German (Pape)
[Seite 542] zehn Rinder werth, Plut. Thes. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
du prix de dix bœufs.
Étymologie: δέκα, βοῦς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκάβοιος -ον [δέκα, βοῦς] tien runderen waard.
Russian (Dvoretsky)
δεκάβοιος: стоимостью в 10 «быков», т. е. в десять монет с изображением быка (выпущенных Тесеем) Plut.
Greek Monolingual
δεκάβοιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει αξία δέκα βοδιών
2. το ουδ. ως ουσ. το δεκάβοιον
νόμισμα που ορίστηκε, όπως αναφέρεται, από τον Θησέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -βοιος < βους (πρβλ. αλφεσίβοιος, εκατόμβοιος)].
Greek Monotonic
δεκάβοιος: -ον (βοῦς), αυτός που αξίζει ίσαμε δέκα βόδια· τὸ δεκάβοιον, νόμισμα αποδιδόμενο στο Θησέα, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάβοιος: -ον, (βοῦς), ἀξίζων δέκα βοῦς, τὸ δεκ., νόμισμα ἀποδιδόμενον εἰς τὸν Θησέα, Πλούτ. Θησ. 25· δεκάβοιον ἀποτίνειν, ἔκ τινος νόμου τοῦ Δράκοντος, Πολυδ. Β΄, 61, ἴδε καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.
Middle Liddell
βοῦς
worth ten oxen, τὸ δεκάβοιον a coin attributed to Theseus, Plut.