δενδροτομέω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=-ῶ :<br />couper les arbres (d'une contrée).<br />'''Étymologie:''' [[δένδρον]], [[τέμνω]].
|btext=-ῶ :<br />couper les arbres (d'une contrée).<br />'''Étymologie:''' [[δένδρον]], [[τέμνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δενδροτομέω''': δενδροκοπέω, ἐρημώνω χώραν κόπτων τὰ δένδρα αὐτῆς τὰ κάρπιμα, Θουκ. 1. 108· μεταφ., δ. τὰ νῶτα Ἀριστοφ. Εἰρ. 747· ―δενδροτομία, ἡ, Φίλων 2. 401· ἐκ τοῦ δενδροτόμος, ον, ὁ κατακόπτων δένδρα, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 98.
|elnltext=δενδροτομέω [δενδροτόμος] de bomen kappen (als oorlogstactiek); met acc.: δ. τὸ νῶτον de (berg)rug ontbossen ( overdr. voor het met een zweep toetakelen van een rug) Aristoph. Pax 747.
}}
{{elru
|elrutext='''δενδροτομέω:'''<br /><b class="num">1)</b> Thuc., Diod. = [[δενδροκοπέω]] 1 и 2;<br /><b class="num">2)</b> ирон. [[избивать дубиной]] (τὸ [[νῶτον]] τινι Arph.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δενδροτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = [[δενδροκοπέω]], [[υλοτομώ]], [[αποψιλώνω]] μια [[περιοχή]], σε Θουκ.· μεταφ., <i>δ. τὰ νῶτα</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''δενδροτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = [[δενδροκοπέω]], [[υλοτομώ]], [[αποψιλώνω]] μια [[περιοχή]], σε Θουκ.· μεταφ., <i>δ. τὰ νῶτα</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δενδροτομέω:'''<br /><b class="num">1)</b> Thuc., Diod. = [[δενδροκοπέω]] 1 и 2;<br /><b class="num">2)</b> ирон. [[избивать дубиной]] (τὸ [[νῶτον]] τινι Arph.).
|lstext='''δενδροτομέω''': δενδροκοπέω, ἐρημώνω χώραν κόπτων τὰ δένδρα αὐτῆς τὰ κάρπιμα, Θουκ. 1. 108· μεταφ., δ. τὰ νῶτα Ἀριστοφ. Εἰρ. 747· ―δενδροτομία, ἡ, Φίλων 2. 401· ἐκ τοῦ δενδροτόμος, ον, ὁ κατακόπτων δένδρα, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 98.
}}
{{elnl
|elnltext=δενδροτομέω [δενδροτόμος] de bomen kappen (als oorlogstactiek); met acc.: δ. τὸ νῶτον de (berg)rug ontbossen ( overdr. voor het met een zweep toetakelen van een rug) Aristoph. Pax 747.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[δενδροκοπέω]]<br />to lay [[waste]] a [[country]], Thuc.: metaph., δ. τὰ νῶτα Ar.
|mdlsjtxt== [[δενδροκοπέω]]<br />to lay [[waste]] a [[country]], Thuc.: metaph., δ. τὰ νῶτα Ar.
}}
}}

Revision as of 20:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδροτομέω Medium diacritics: δενδροτομέω Low diacritics: δενδροτομέω Capitals: ΔΕΝΔΡΟΤΟΜΕΩ
Transliteration A: dendrotoméō Transliteration B: dendrotomeō Transliteration C: dendrotomeo Beta Code: dendrotome/w

English (LSJ)

A cut down trees, πρὸς καῦσιν Str.14.6.5, cf. S.E.M. 5.69: but usu., 2 lay waste a country, Th.1.108: metaph., δ. τὸ νῶτον Ar.Pax747.

Spanish (DGE)

1 cortar árboles, arbustos, plantas, talar y p. ext. c. compl. de lugar asolar τὰ ἥμερα τῶν πολεμίων φυτά LXX 4Ma.2.14, τὴν ὕλην I.BI 7.211, τάς τε χώρας τῶν ἀντιπολεμούντων D.S.2.36, cf. 14.48, Ph.2.473, Polyaen.2.1.21, τὸν ... βασιλικὸν παράδεισον D.S.16.41, τὰς μὲν (προσευχάς) en Alejandría, Ph.2.565, en v. pas. δενδροτομουμένη γῆ Heraclit.Ep.7 (p.72.10)
abs. cortar árboles, talar bosques Th.1.108, Lib.Ep.1301.3, πρὸς τὴν καῦσιν Str.14.6.5, οἱ ἐν τῇ ὀρεινῇ δενδροτομοῦντες S.E.M.5.69, cf. Clem.Al.Strom.2.18.95, Sch.Hes.Op.414a.
2 fig. destrozar, desgarrar μῶν ὑστριχὶς ... δενδροτόμησε τὸ νῶτον; ¿no será que el látigo te ha desgarrado la espalda? Ar.Pax 747.

German (Pape)

[Seite 546] = δενδροκοπέω, Thuc. 1, 108; χώραν D. Sic. 4, 48; komisch übertr. νῶτα Ar. Pax 731.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couper les arbres (d'une contrée).
Étymologie: δένδρον, τέμνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δενδροτομέω [δενδροτόμος] de bomen kappen (als oorlogstactiek); met acc.: δ. τὸ νῶτον de (berg)rug ontbossen ( overdr. voor het met een zweep toetakelen van een rug) Aristoph. Pax 747.

Russian (Dvoretsky)

δενδροτομέω:
1) Thuc., Diod. = δενδροκοπέω 1 и 2;
2) ирон. избивать дубиной (τὸ νῶτον τινι Arph.).

Greek Monotonic

δενδροτομέω: μέλ. -ήσω, = δενδροκοπέω, υλοτομώ, αποψιλώνω μια περιοχή, σε Θουκ.· μεταφ., δ. τὰ νῶτα, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

δενδροτομέω: δενδροκοπέω, ἐρημώνω χώραν κόπτων τὰ δένδρα αὐτῆς τὰ κάρπιμα, Θουκ. 1. 108· μεταφ., δ. τὰ νῶτα Ἀριστοφ. Εἰρ. 747· ―δενδροτομία, ἡ, Φίλων 2. 401· ἐκ τοῦ δενδροτόμος, ον, ὁ κατακόπτων δένδρα, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 98.

Middle Liddell

= δενδροκοπέω
to lay waste a country, Thuc.: metaph., δ. τὰ νῶτα Ar.