δηρόβιος: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>dor.</i> [[δαρόβιος]];<br />qui a une longue vie.<br />'''Étymologie:''' [[δηρός]], [[βίος]].
|btext=ος, ον :<br /><i>dor.</i> [[δαρόβιος]];<br />qui a une longue vie.<br />'''Étymologie:''' [[δηρός]], [[βίος]].
}}
{{elnl
|elnltext=δηρόβιος -ον Dor. δᾱρόβιος [δηρός, βίος] langlevend.
}}
{{elru
|elrutext='''δηρόβιος:''' дор. [[δαρόβιος|δᾱρόβιος]] 2 досл. долговечный, перен. бессмертный (θεοί Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δηρόβιος:''' Δωρ. δαρ-, <i>-ον</i>, [[μακρόβιος]], μακροζώητος, [[πολύχρονος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δηρόβιος:''' Δωρ. δαρ-, <i>-ον</i>, [[μακρόβιος]], μακροζώητος, [[πολύχρονος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=δηρόβιος -ον Dor. δᾱρόβιος [δηρός, βίος] langlevend.
}}
{{elru
|elrutext='''δηρόβιος:''' дор. [[δαρόβιος|δᾱρόβιος]] 2 досл. долговечный, перен. бессмертный (θεοί Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[δηρός]]<br />[[long]]-lived, Aesch.
|mdlsjtxt=[from [[δηρός]]<br />[[long]]-lived, Aesch.
}}
}}

Revision as of 23:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δηρόβῐος Medium diacritics: δηρόβιος Low diacritics: δηρόβιος Capitals: ΔΗΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: dēróbios Transliteration B: dērobios Transliteration C: dirovios Beta Code: dhro/bios

English (LSJ)

Dor. δᾱρ-, ον, long-lived, θεοί A.Th.524 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 568] lang lebend, dor. δαροβ., Aesch. Spt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dor. δαρόβιος;
qui a une longue vie.
Étymologie: δηρός, βίος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δηρόβιος -ον Dor. δᾱρόβιος [δηρός, βίος] langlevend.

Russian (Dvoretsky)

δηρόβιος: дор. δᾱρόβιος 2 досл. долговечный, перен. бессмертный (θεοί Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δηρόβιος: Δωρ. δαρ-, ον, μακροχρόνιος, μακρόβιος, Αἰσχύλ. Θήβ. 524.

Greek Monolingual

δηρόβιος και δωρ. τ. δαρόβιος -ον (Α)
αιωνόβιος, μακροχρόνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δηρός + βίος.

Greek Monotonic

δηρόβιος: Δωρ. δαρ-, -ον, μακρόβιος, μακροζώητος, πολύχρονος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

[from δηρός
long-lived, Aesch.