διακωδωνίζω: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=éprouver (un vase) par le son ; éprouver.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κώδων]].
|btext=éprouver (un vase) par le son ; éprouver.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κώδων]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διακωδωνίζω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ [[κωδωνίζω]], Λυσ. ἐν τῷ Ε. Μ. 267. 30, Δημ. 393. 17. ΙΙ. κοινολογῶ, [[διαφημίζω]], Στράβ. 99.
|elnltext=δια-κωδωνίζω testen, op de proef stellen:. ἡμᾶς διεκωδώνιζεν ἅπαντας hij stelde ons allemaal op de proef Dem. 19.167.
}}
{{elru
|elrutext='''διακωδωνίζω:''' досл. проверять постукиванием, перен. проверять, испытывать (τινά Dem. и τι Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διακωδωνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, επιτετ. [[τύπος]] αντί [[κωδωνίζω]], σε Δημ.
|lsmtext='''διακωδωνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, επιτετ. [[τύπος]] αντί [[κωδωνίζω]], σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διακωδωνίζω:''' досл. проверять постукиванием, перен. проверять, испытывать (τινά Dem. и τι Plut.).
|lstext='''διακωδωνίζω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ [[κωδωνίζω]], Λυσ. ἐν τῷ Ε. Μ. 267. 30, Δημ. 393. 17. ΙΙ. κοινολογῶ, [[διαφημίζω]], Στράβ. 99.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-κωδωνίζω testen, op de proef stellen:. ἡμᾶς διεκωδώνιζεν ἅπαντας hij stelde ons allemaal op de proef Dem. 19.167.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω [strengthened for [[κωδωνίζω]] Dem.]
|mdlsjtxt=fut. σω [strengthened for [[κωδωνίζω]] Dem.]
}}
}}

Revision as of 20:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακωδωνίζω Medium diacritics: διακωδωνίζω Low diacritics: διακωδωνίζω Capitals: ΔΙΑΚΩΔΩΝΙΖΩ
Transliteration A: diakōdōnízō Transliteration B: diakōdōnizō Transliteration C: diakodonizo Beta Code: diakwdwni/zw

English (LSJ)

strengthened for κωδωνίζω, Lys.Fr.313S. (Pass.), D. 19.167, Porph.Abst.4.17 (Pass.), Harp. II bruit abroad, Str. 2.3.4. III dismiss by the sound of a bell, Philostr.VS2.27.5.

Spanish (DGE)

1 hacer mucho ruido βαυκαλῶν καὶ διακωδωνίζων Luc.Lex.11.
2 tr., c. ac. de pers. o asimilados poner a prueba ἐκεῖνος ἡμᾶς διεκωδώνιζεν ἅπαντας D.19.167, ἕκαστον τῶν ποιμένων Iambl.Fr.91, διάνοιαν τὴν Κλαυδίου I.AI 19.262, (αὐλῳδός) διασείσας καὶ διακωδωνίσας τὸ συμπόσιον Plu.2.704d, διακωδωνίσας αὐτὸν ἐν ἀρχῇ Chrys.M.58.733, cf. Hsch.
en la escuela examinar τὰ μειράκια Philostr.VS 619.
3 dar a conocer, divulgar πανταχοῦ διακωδωνίζοντα ταῦτα Str.2.3.4, cf. CCP (536) Act.5 (p.91.33), en v. pas. πανταχῆ τὸ κακὸν διακεκωδώνιστο Lib.Decl.40.53, διακωδωνισθέντες· διαφημισθέντες Hsch., EM 267.27G.

German (Pape)

[Seite 585] 1) ausforschen, prüfen, τινά, Dem. 19, 167 (VLL. διαπειρᾶν καὶ ἐξετάζειν) u. Sp. – 2) = διαφημίζω, verbreiten, Strab. II p. 99.

French (Bailly abrégé)

éprouver (un vase) par le son ; éprouver.
Étymologie: διά, κώδων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κωδωνίζω testen, op de proef stellen:. ἡμᾶς διεκωδώνιζεν ἅπαντας hij stelde ons allemaal op de proef Dem. 19.167.

Russian (Dvoretsky)

διακωδωνίζω: досл. проверять постукиванием, перен. проверять, испытывать (τινά Dem. и τι Plut.).

Greek Monolingual

διακωδωνίζω)
διασαλπίζω, διαλαλώ
αρχ.
1. δοκιμάζω με κουδούνισμα
2. αναγγέλλω τη λήξη με κουδούνισμα.

Greek Monotonic

διακωδωνίζω: μέλ. -σω, επιτετ. τύπος αντί κωδωνίζω, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

διακωδωνίζω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ κωδωνίζω, Λυσ. ἐν τῷ Ε. Μ. 267. 30, Δημ. 393. 17. ΙΙ. κοινολογῶ, διαφημίζω, Στράβ. 99.

Middle Liddell

fut. σω [strengthened for κωδωνίζω Dem.]