διάτιλμα: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />poil arraché, rognure.<br />'''Étymologie:''' [[διατίλλω]].
|btext=ατος (τό) :<br />poil arraché, rognure.<br />'''Étymologie:''' [[διατίλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διάτιλμα:''' ατος τό обрывок, клочок (διατίλματα φύλλων Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διάτιλμα:''' -ατος, τό ([[τίλλω]]), μαδημένο [[τμήμα]] από [[κάτι]], [[μάδημα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''διάτιλμα:''' -ατος, τό ([[τίλλω]]), μαδημένο [[τμήμα]] από [[κάτι]], [[μάδημα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''διάτιλμα:''' ατος τό обрывок, клочок (διατίλματα φύλλων Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=διά-τιλμα, ατος, τό, <i>n</i> [[τίλλω]]<br />a [[portion]] plucked off, Anth.
|mdlsjtxt=διά-τιλμα, ατος, τό, <i>n</i> [[τίλλω]]<br />a [[portion]] plucked off, Anth.
}}
}}

Revision as of 12:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάτιλμα Medium diacritics: διάτιλμα Low diacritics: διάτιλμα Capitals: ΔΙΑΤΙΛΜΑ
Transliteration A: diátilma Transliteration B: diatilma Transliteration C: diatilma Beta Code: dia/tilma

English (LSJ)

ατος, τό, portion plucked off, φύλλων AP6.71 (Paul. Sil.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
porción arrancada plu. διατίλματα ... φύλλων de una corona AP 6.71 (Paul.Sil.).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
poil arraché, rognure.
Étymologie: διατίλλω.

Russian (Dvoretsky)

διάτιλμα: ατος τό обрывок, клочок (διατίλματα φύλλων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

διάτιλμα: τό, μέρος μαδημένον, μάδημα, Ἀνθ. Π. 6. 71.

Greek Monolingual

διάτιλμα, το (Α) διατίλλω
1. μέρος αποψιλωμένο, καταμαδημένο
2. αποψίλωση.

Greek Monotonic

διάτιλμα: -ατος, τό (τίλλω), μαδημένο τμήμα από κάτι, μάδημα, σε Ανθ.

Middle Liddell

διά-τιλμα, ατος, τό, n τίλλω
a portion plucked off, Anth.