εὐρυρέων: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=έουσα, έον;<br /><i>c.</i> [[εὐρυρέεθρος]].<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[ῥέω]].
|btext=έουσα, έον;<br /><i>c.</i> [[εὐρυρέεθρος]].<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[ῥέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρῠρέων:''' έουσα, έον Hom., Pind. = [[εὐρυρέεθρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐρυρέων:''' -ουσα, -ον ([[ῥέω]]), αυτός που έχει πλατιά κανάλια, που έχει πλατιά ροή, σε Ομήρ. Ιλ.· δεν υπάρχει [[ρήμα]] <i>εὐρυρέω</i>, βλ. εὖ.
|lsmtext='''εὐρυρέων:''' -ουσα, -ον ([[ῥέω]]), αυτός που έχει πλατιά κανάλια, που έχει πλατιά ροή, σε Ομήρ. Ιλ.· δεν υπάρχει [[ρήμα]] <i>εὐρυρέω</i>, βλ. εὖ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρῠρέων:''' έουσα, έον Hom., Pind. = [[εὐρυρέεθρος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ῥέω]<br />[[broad]]-[[flowing]], Il. —[[there]] is no [[such]] verb as εὐρυρέω, v. [[εὖ]] fin.
|mdlsjtxt=[ῥέω]<br />[[broad]]-[[flowing]], Il. —[[there]] is no [[such]] verb as εὐρυρέω, v. [[εὖ]] fin.
}}
}}

Revision as of 13:19, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠρέων Medium diacritics: εὐρυρέων Low diacritics: ευρυρέων Capitals: ΕΥΡΥΡΕΩΝ
Transliteration A: euryréōn Transliteration B: euryreōn Transliteration C: evryreon Beta Code: eu)rure/wn

English (LSJ)

ουσα, ον, broad-flowing, shd. be written divisim, Il.2.849, etc.

German (Pape)

[Seite 1095] οντος, dasselbe, Axios, Il. 2, 849; Φᾶσις Ap. Rh. 2, 1261; vor Wolf getrennt geschrieben. Vgl. Pind. Ol. 5, 18.

French (Bailly abrégé)

έουσα, έον;
c. εὐρυρέεθρος.
Étymologie: εὐρύς, ῥέω.

Russian (Dvoretsky)

εὐρῠρέων: έουσα, έον Hom., Pind. = εὐρυρέεθρος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρυρέων: -ουσα, -ον, εὐρέως ῥέων, Ἀξιὸς εὐρυρέων Ἰλ. Β. 849., Π. 288., Φ. 157· Ἀλφεὸς Πινδ. Ο. 5. 44. - Δὲν ὑπάρχει ῥῆμα εὐρυρέω (διότι ἐν Ἰλ. Ε. 545 ἀναγνωστέον εὐρὺ ῥέει), δι’ ὃ ἐν ταῖς νεωτάταις καὶ ἀρίσταις ἐκδ. γράφεται διῃρημένως: εὐρὺ ῥέων.

Greek Monolingual

εὐρυρέων, -ουσα, -ον (Α)
αυτός που ρέει σε πλατιά κοίτη («Ἀλφεὸν εὐρυρέοντα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + ρέων (< ρέω)].

Greek Monotonic

εὐρυρέων: -ουσα, -ον (ῥέω), αυτός που έχει πλατιά κανάλια, που έχει πλατιά ροή, σε Ομήρ. Ιλ.· δεν υπάρχει ρήμα εὐρυρέω, βλ. εὖ.

Middle Liddell

[ῥέω]
broad-flowing, Il. —there is no such verb as εὐρυρέω, v. εὖ fin.