εὐόλισθος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui glisse facilement.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], ὀλισθαίνω. | |btext=ος, ον :<br />qui glisse facilement.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], ὀλισθαίνω. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐόλισθος:''' [[скользкий]], [[скользящий]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐόλισθος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[ολισθηρός]]<br /><b>2.</b> [[ασταθής]] («μειράκια ἡλικίᾳ εὐολίσθῳ χρώμενα», Φίλ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γλιστράει απαλά («[[εὐόλισθος]] [[στόλος]]», Πισίδ. Γ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὐόλισθον</i><br />η [[αστάθεια]] («τὸ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εὐόλισθον», Στουδ. Θεόδ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐολίσθως</i> (Α)<br />με [[τάση]] για [[γλίστρημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <span style="color: red;"><</span> <i>όλισθος</i> «[[γλίστρημα]]»]. | |mltxt=[[εὐόλισθος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[ολισθηρός]]<br /><b>2.</b> [[ασταθής]] («μειράκια ἡλικίᾳ εὐολίσθῳ χρώμενα», Φίλ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γλιστράει απαλά («[[εὐόλισθος]] [[στόλος]]», Πισίδ. Γ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὐόλισθον</i><br />η [[αστάθεια]] («τὸ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εὐόλισθον», Στουδ. Θεόδ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐολίσθως</i> (Α)<br />με [[τάση]] για [[γλίστρημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <span style="color: red;"><</span> <i>όλισθος</i> «[[γλίστρημα]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A slippery, Placit.1.4.2; κόπρος Alex.Aphr.Pr.1.90; πηλαμύς Xenocr. ap. Orib.2.58.142, cf. Apollod.Poliorc.149.3, Hierocl. in CA16p.456M. II metaph., unsteady, ἡλικία Ph.2.463.
German (Pape)
[Seite 1085] leicht ausgleitend, Plut. plac. phil. 1, 4 u. Sp.; τοῖχος, baufällig, Aesop.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui glisse facilement.
Étymologie: εὖ, ὀλισθαίνω.
Russian (Dvoretsky)
εὐόλισθος: скользкий, скользящий Plut.
Greek (Liddell-Scott)
εὐόλισθος: -ον, εὐκόλως ὀλισθάνων, ἀσταθής, ἡλικία Φίλων 2. 463, πρβλ. Πλούτ. 2. 878D. ΙΙ. λίαν ὀλισθηρός, κόπρος Ἀλέξ. Ἀφρ. 1. 90.
Greek Monolingual
εὐόλισθος, -ον (ΑΜ)
1. ολισθηρός
2. ασταθής («μειράκια ἡλικίᾳ εὐολίσθῳ χρώμενα», Φίλ.)
μσν.
1. αυτός που γλιστράει απαλά («εὐόλισθος στόλος», Πισίδ. Γ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐόλισθον
η αστάθεια («τὸ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εὐόλισθον», Στουδ. Θεόδ.).
επίρρ...
εὐολίσθως (Α)
με τάση για γλίστρημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + < όλισθος «γλίστρημα»].