θριγκίον: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[θριγκός]].
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[θριγκός]].
}}
{{elru
|elrutext='''θριγκίον:''' τό [[ограда]], [[стена]] (ὑπερβὰς τὸ θ. Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θριγκίον:''' τό, υποκορ. του επομ., σε Λουκ.
|lsmtext='''θριγκίον:''' τό, υποκορ. του επομ., σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''θριγκίον:''' τό [[ограда]], [[стена]] (ὑπερβὰς τὸ θ. Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θριγκίον]], ου, τό, [Dim. of [[θριγκός]], Luc.]
|mdlsjtxt=[[θριγκίον]], ου, τό, [Dim. of [[θριγκός]], Luc.]
}}
}}

Revision as of 13:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θριγκίον Medium diacritics: θριγκίον Low diacritics: θριγκίον Capitals: ΘΡΙΓΚΙΟΝ
Transliteration A: thrinkíon Transliteration B: thrinkion Transliteration C: thrigkion Beta Code: qrigki/on

English (LSJ)

τό, Dim. of sq., Luc.Gall.22, App.Mith.71, Just.Nov. 133.1.

German (Pape)

[Seite 1218] τό, dim. vom Folgdn, Luc. Gall. 22 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de θριγκός.

Russian (Dvoretsky)

θριγκίον: τό ограда, стена (ὑπερβὰς τὸ θ. Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

θριγκίον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ ἑπομ., Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 22, Ἀππ. Μιθρ. 71.

Greek Monolingual

θριγκίον, τὸ (Α)
ο θριγκός.

Greek Monotonic

θριγκίον: τό, υποκορ. του επομ., σε Λουκ.

Middle Liddell

θριγκίον, ου, τό, [Dim. of θριγκός, Luc.]