θρύμμα: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />fragment, morceau.<br />'''Étymologie:''' [[θρύπτω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />fragment, morceau.<br />'''Étymologie:''' [[θρύπτω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θρύμμα:''' ατος τό [[θρύπτω]] кусок (ἄρτων περίλοιπα θρύμματα Arph.; ῥοιῆς Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θρύμμα:''' -ατος, τό ([[θρύπτω]]), αυτό το οποίο [[σπάζει]], [[συντρίμμι]], [[κομμάτι]], σε Αριστοφ., Ανθ. Π. | |lsmtext='''θρύμμα:''' -ατος, τό ([[θρύπτω]]), αυτό το οποίο [[σπάζει]], [[συντρίμμι]], [[κομμάτι]], σε Αριστοφ., Ανθ. Π. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[θρύμμα]], ατος, τό, [[θρύπτω]]<br />that [[which]] is [[broken]] off, a [[piece]], bit, Ar., Anth. | |mdlsjtxt=[[θρύμμα]], ατος, τό, [[θρύπτω]]<br />that [[which]] is [[broken]] off, a [[piece]], bit, Ar., Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, (θρύπτω) that which is broken off, bit, Hp.Mul. 1.75, Ar.Fr.160, Aglaïas 20, Gal.6.343; ῥοιῆς θρύμματα AP6.232 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 1220] τό, das Abgeriebene, Bruchstück, Sp.; Brocken von Brot, Poll. 10, 91 aus Ar.; Ael. V. H. 13, 25.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
fragment, morceau.
Étymologie: θρύπτω.
Russian (Dvoretsky)
θρύμμα: ατος τό θρύπτω кусок (ἄρτων περίλοιπα θρύμματα Arph.; ῥοιῆς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
θρύμμα: τό, (θρύπτω) ὡς καὶ νῦν, σύντριμμα, Ἱππ. 254. 37 καὶ 39, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 208, Ἀνθ. Π. 6. 232.
Greek Monolingual
το (ΑΜ θρύμμα) θρύπτω
σύντριμμα, θραύσμα, θρύψαλο, κομμάτι
μσν.-αρχ.
ψίχουλο, κομμάτι ψωμιού ή άλλου φαγώσιμου.
Greek Monotonic
θρύμμα: -ατος, τό (θρύπτω), αυτό το οποίο σπάζει, συντρίμμι, κομμάτι, σε Αριστοφ., Ανθ. Π.
Middle Liddell
θρύμμα, ατος, τό, θρύπτω
that which is broken off, a piece, bit, Ar., Anth.