καινοτόμος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br />qui innove, novateur.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[τέμνω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui innove, novateur.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[τέμνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=καινοτόμος -ον [καινός, τέμνω] vernieuwd, origineel. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καινοτόμος:''' [[пролагающий новый путь]]: τὸ καινοτόμον ἔχειν Arst. отличаться новизной. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''καινοτόμος:''' -ον ([[τέμνω]]), [[νεωτεριστής]], σε Αριστ. | |lsmtext='''καινοτόμος:''' -ον ([[τέμνω]]), [[νεωτεριστής]], σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''καινοτόμος''': -ον, ([[τέμνω]]) νεωτερίζων, οἱ Σωκράτους λόγοι ἔχουσι τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον, τὸ κομψὸν καὶ νεωτεριστικόν, ἀσύνηθες, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 6. ΙΙ. [[καινοτόμος]], Παθ., εἰς ὃν εἰσάγονται καινοτομίαι, Ἑρμογέν. σ. 146. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=καινο-[[τόμος]], ον [[τέμνω]]<br />innovating, Arist. | |mdlsjtxt=καινο-[[τόμος]], ον [[τέμνω]]<br />innovating, Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, (τέμνω) innovating, ἔχουσι… οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι… τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον are marked by cleverness and novelty, Arist.Pol.1265a12; of persons, Hermog.Inv.3.5: metaph., καινοτόμον πρᾶγμα ὁ πόλεμος ibid.
German (Pape)
[Seite 1295] Neuerungen machend, neuernd; ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι καὶ τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον Arist. polit. 2, 6; – καινότομος, neu angefangen, neu, πρᾶγμα Hermog.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui innove, novateur.
Étymologie: καινός, τέμνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καινοτόμος -ον [καινός, τέμνω] vernieuwd, origineel.
Russian (Dvoretsky)
καινοτόμος: пролагающий новый путь: τὸ καινοτόμον ἔχειν Arst. отличаться новизной.
Greek Monolingual
-ο (Α καινοτόμος, -ον)
1. αυτός που κάνει νέα, ασυνήθιστα πράγματα, που εισάγει καινοτομίες, ο ανανεωτής, ο νεωτεριστής («οἱ Σωκράτους λόγοι ἔχουσι τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον», Αριστοτ.)
2. αυτός που δημιουργεί νέα κατάσταση, ανατρέποντας την παλαιά, αυτός που μεταβάλλει μια κατάσταση («καινοτόμον πρᾶγμα ὁ πόλεμος», Ερμογ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Υποχωρητικό παρ. < καινοτομῶ].
Greek Monotonic
καινοτόμος: -ον (τέμνω), νεωτεριστής, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
καινοτόμος: -ον, (τέμνω) νεωτερίζων, οἱ Σωκράτους λόγοι ἔχουσι τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον, τὸ κομψὸν καὶ νεωτεριστικόν, ἀσύνηθες, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 6. ΙΙ. καινοτόμος, Παθ., εἰς ὃν εἰσάγονται καινοτομίαι, Ἑρμογέν. σ. 146.