κιναιδεία: Difference between revisions
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[κιναιδία]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[κιναιδία]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κιναιδεία -ας, ἡ, ook [[κιναιδία]] ([[κίναιδος]]) [[verwijfdheid]], [[flikkergedrag]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῐναιδεία:''' ἡ Aeschin. = [[κιναιδία]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κιναιδεία]], ἡ (Α) [[κιναιδεύομαι]]<br /><b>1.</b> η [[παρά]] φύσιν [[ασέλγεια]], η παθητική [[ομοφυλοφιλία]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κιναιδεῖαι</i><br />οι τρόποι συμπεριφοράς τών κιναίδων. | |mltxt=[[κιναιδεία]], ἡ (Α) [[κιναιδεύομαι]]<br /><b>1.</b> η [[παρά]] φύσιν [[ασέλγεια]], η παθητική [[ομοφυλοφιλία]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κιναιδεῖαι</i><br />οι τρόποι συμπεριφοράς τών κιναίδων. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:11, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, unnatural lust, carnal desire, immodest life, immodest conduct, vile conduct, unnatural lewdness, homosexual behaviour, homosexual behavior, buggerism, homosexuality, gayness, homosexualism, queerness, Aeschin.1.131, Demetr.Eloc.97.
German (Pape)
[Seite 1438] ἡ, = κιναιδία; neben ἀνανδρία Aesch. 1, 131; plur., Demetr. Eloe. 97.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. κιναιδία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιναιδεία -ας, ἡ, ook κιναιδία (κίναιδος) verwijfdheid, flikkergedrag.
Russian (Dvoretsky)
κῐναιδεία: ἡ Aeschin. = κιναιδία.
Greek (Liddell-Scott)
κῐναιδεία: ἡ, ἡ παρὰ φύσιν ἀσέλγεια, Αἰσχίν. 18. 29, Δημήτρ. Φαληρ. 97.
Greek Monolingual
κιναιδεία, ἡ (Α) κιναιδεύομαι
1. η παρά φύσιν ασέλγεια, η παθητική ομοφυλοφιλία
2. στον πληθ. αἱ κιναιδεῖαι
οι τρόποι συμπεριφοράς τών κιναίδων.