καλλίζωνος: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />à la belle ceinture.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ζώνη]].
|btext=ος, ον :<br />à la belle ceinture.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ζώνη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καλλίζωνος''': ὁ, ἡ, ὁ καλὴν φορῶν ζώνην, γυναῖκες Ἰλ. Η. 139, Ω. 698, Ὀδ. Ψ. 147· κ. Ἥρα Βακχυλ. V. 87.
|elnltext=καλλίζωνος -ον [καλός, ζώνη] met mooie gordel.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλίζωνος:''' [[красиво подпоясанный]] (γυναῖκες Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''καλλίζωνος:''' ὁ, ἡ ([[ζώνη]]), αυτός που φοράει όμορφη [[ζώνη]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''καλλίζωνος:''' ὁ, ἡ ([[ζώνη]]), αυτός που φοράει όμορφη [[ζώνη]], σε Όμηρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καλλίζωνος:''' [[красиво подпоясанный]] (γυναῖκες Hom.).
|lstext='''καλλίζωνος''': ὁ, ἡ, ὁ καλὴν φορῶν ζώνην, γυναῖκες Ἰλ. Η. 139, Ω. 698, Ὀδ. Ψ. 147· κ. Ἥρα Βακχυλ. V. 87.
}}
{{elnl
|elnltext=καλλίζωνος -ον [καλός, ζώνη] met mooie gordel.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=καλλί-ζωνος, ὁ, ἡ, [[ζώνη]]<br />with [[beautiful]] girdles, Hom.
|mdlsjtxt=καλλί-ζωνος, ὁ, ἡ, [[ζώνη]]<br />with [[beautiful]] girdles, Hom.
}}
}}

Revision as of 20:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίζωνος Medium diacritics: καλλίζωνος Low diacritics: καλλίζωνος Capitals: ΚΑΛΛΙΖΩΝΟΣ
Transliteration A: kallízōnos Transliteration B: kallizōnos Transliteration C: kallizonos Beta Code: kalli/zwnos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, with beautiful girdles, γυναῖκες Il.7.139, 24.698, Od.23.147; Ἥρα B.5.89: in late Prose, κόραι Hld.3.2.

German (Pape)

[Seite 1309] mit schönem Gürtel, γυναῖκες Il. 7, 139 u. öfter; κόραι Heliod. 3, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la belle ceinture.
Étymologie: καλός, ζώνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίζωνος -ον [καλός, ζώνη] met mooie gordel.

Russian (Dvoretsky)

καλλίζωνος: красиво подпоясанный (γυναῖκες Hom.).

English (Autenrieth)

with beautiful girdles. (See cut No. 44.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α καλλίζωνος, -ον)
αυτός που φορά ωραία ζώνη («καλλίζωνοί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει λεπτή μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύζωνος, εύζωνος].

Greek Monotonic

καλλίζωνος: ὁ, ἡ (ζώνη), αυτός που φοράει όμορφη ζώνη, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίζωνος: ὁ, ἡ, ὁ καλὴν φορῶν ζώνην, γυναῖκες Ἰλ. Η. 139, Ω. 698, Ὀδ. Ψ. 147· κ. Ἥρα Βακχυλ. V. 87.

Middle Liddell

καλλί-ζωνος, ὁ, ἡ, ζώνη
with beautiful girdles, Hom.