λᾶς: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
(CSV import)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λᾶς:''' [[λᾶος]], ὁ, [[λίθος]], [[πέτρα]], Αττ. συνηρ. αντί [[λᾶας]].
|lsmtext='''λᾶς:''' [[λᾶος]], ὁ, [[λίθος]], [[πέτρα]], Αττ. συνηρ. αντί [[λᾶας]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=ὁ (=[[πέτρα]]). Ἀρχικά ἦταν λᾶϝας. Ἔχει σχέση μέ τά: [[λεύς]] (δωρ. [[τύπος]] [[ἀντί]] [[λᾶας]]), [[λεύω]] (=πετροβολῶ), [[λεύσιμος]]. Ἀπό τό [[λᾶας]] παράγωγα: [[λᾶϊγξ]] (=λιθάρι), λάινος (=[[πέτρινος]]), [[λατόμος]].
}}
}}

Revision as of 15:50, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾶς Medium diacritics: λᾶς Low diacritics: λας Capitals: ΛΑΣ
Transliteration A: lâs Transliteration B: las Transliteration C: las Beta Code: la=s

English (LSJ)

v. λᾶας, Hsch.; v. λαστρυγυλίας.

French (Bailly abrégé)

v. λᾶας.

Greek (Liddell-Scott)

λᾶς: λᾶος, ὁ, λίθος, Ἀττ. συνῃρ. ἀντὶ λᾶας, ὃ ἴδε.

Greek Monotonic

λᾶς: λᾶος, ὁ, λίθος, πέτρα, Αττ. συνηρ. αντί λᾶας.

Mantoulidis Etymological

ὁ (=πέτρα). Ἀρχικά ἦταν λᾶϝας. Ἔχει σχέση μέ τά: λεύς (δωρ. τύπος ἀντί λᾶας), λεύω (=πετροβολῶ), λεύσιμος. Ἀπό τό λᾶας παράγωγα: λᾶϊγξ (=λιθάρι), λάινος (=πέτρινος), λατόμος.