κοινοφιλής: Difference between revisions

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui consiste en une affection commune.<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]], [[φιλέω]].
|btext=ής, ές :<br />qui consiste en une affection commune.<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]], [[φιλέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κοινοφιλής -ές [κοινός, φίλος] eensgezind.
}}
{{elru
|elrutext='''κοινοφῐλής:''' [[питающий взаимную любовь]] (κοινοφιλεῖ διανοία Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοινοφῐλής:''' -ές ([[φιλέω]]), αυτός που αγαπάει από κοινού, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κοινοφῐλής:''' -ές ([[φιλέω]]), αυτός που αγαπάει από κοινού, σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=κοινοφιλής -ές [κοινός, φίλος] eensgezind.
}}
{{elru
|elrutext='''κοινοφῐλής:''' [[питающий взаимную любовь]] (κοινοφιλεῖ διανοία Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κοινο-φῐλής, ές [[φιλέω]]<br />[[loving]] in [[common]], Aesch.
|mdlsjtxt=κοινο-φῐλής, ές [[φιλέω]]<br />[[loving]] in [[common]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 23:29, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινοφῐλής Medium diacritics: κοινοφιλής Low diacritics: κοινοφιλής Capitals: ΚΟΙΝΟΦΙΛΗΣ
Transliteration A: koinophilḗs Transliteration B: koinophilēs Transliteration C: koinofilis Beta Code: koinofilh/s

English (LSJ)

ές, with common affection, κ. διανοίᾳ A.Eu.985(lyr., κοινωφελεῖ codd.).

German (Pape)

[Seite 1469] ές, gemeinschaftlich liebend, nach Emend. bei Aesch. Eum. 940, κοινοφιλεῖ διανοίᾳ, wo die mss. κοινοφελεῖ haben, was »gemeinsam nützend« heißen soll. S. aber κοινωφελής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui consiste en une affection commune.
Étymologie: κοινός, φιλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινοφιλής -ές [κοινός, φίλος] eensgezind.

Russian (Dvoretsky)

κοινοφῐλής: питающий взаимную любовь (κοινοφιλεῖ διανοία Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

κοινοφῐλής: -ές, ἀγαπῶν ἀπὸ κοινοῦ, κοινοφιλεῖ διανοίᾳ Αἰσχύλ. Εὐμ. 985, κατὰ τὸν Ἕρμ. ἀντὶ κοινωφελεῖ (Κῶδ. Μεδ.).

Greek Monolingual

κοινοφιλής, -ές (Α)
αυτός που αγαπά κάτι από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -φιλής (< φιλῶ, βλ. λ. δημοφιλής), πρβλ. θεοφιλής, λαοφιλής].

Greek Monotonic

κοινοφῐλής: -ές (φιλέω), αυτός που αγαπάει από κοινού, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

κοινο-φῐλής, ές φιλέω
loving in common, Aesch.