μισαλάζων: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui hait les vantards.<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]], ἀλάζων.
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui hait les vantards.<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]], ἀλάζων.
}}
{{elru
|elrutext='''μῑσᾰλάζων:''' 2, gen. ονος ненавидящий хвастовство Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῑσᾰλάζων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, αυτός που μισεί όσους καυχησιολογούν, σε Λουκ.
|lsmtext='''μῑσᾰλάζων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, αυτός που μισεί όσους καυχησιολογούν, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῑσᾰλάζων:''' 2, gen. ονος ненавидящий хвастовство Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῑσ-ᾰλάζων, ονος,<br />[[hating]] boasters, Luc.
|mdlsjtxt=μῑσ-ᾰλάζων, ονος,<br />[[hating]] boasters, Luc.
}}
}}

Revision as of 14:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσᾰλάζων Medium diacritics: μισαλάζων Low diacritics: μισαλάζων Capitals: ΜΙΣΑΛΑΖΩΝ
Transliteration A: misalázōn Transliteration B: misalazōn Transliteration C: misalazon Beta Code: misala/zwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, hating boasters, Luc.Pisc.20.

German (Pape)

[Seite 189] ονος, Prahlen, Prahlerei hassend, Luc. Pisc. 20, μισαλαζών ist falsche Betonung.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui hait les vantards.
Étymologie: μισέω, ἀλάζων.

Russian (Dvoretsky)

μῑσᾰλάζων: 2, gen. ονος ненавидящий хвастовство Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσᾰλάζων: γεν. ονος, ὁ μισῶν τοὺς ἀλαζόνας, Λουκ. Ἁλιεύς, 20 (ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. φέρεται μισαλαζών).

Greek Monolingual

μισαλάζων, -ον (Α)
αυτός που μισεί και εχθρεύεται τους αλαζόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἀλαζών].

Greek Monotonic

μῑσᾰλάζων: -ον, γεν. -ονος, αυτός που μισεί όσους καυχησιολογούν, σε Λουκ.

Middle Liddell

μῑσ-ᾰλάζων, ονος,
hating boasters, Luc.