κατασκώπτω: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=se moquer de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκώπτω]].
|btext=se moquer de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκώπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατασκώπτω''': μέλλ. -σκώψομαι (πρβλ. [[ἐπισκώπτω]]), [[λέγω]] τινος κατὰ σκώμματα, καθ’ ὑπερβολὴν περιγελῶ ἢ «[[πειράζω]]», τινὰ Ἡρόδ. 2. 173· τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, καταγελῶ, [[ἐμπαίζω]], ὁ αὐτ. 3. 37, 151.
|elnltext=κατα-σκώπτω (be)spotten.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασκώπτω:''' (fut. κατασκώψομαι) осмеивать, подвергать осмеянию (τινά Her.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατασκώπτω:''' μέλ. <i>-σκώψομαι</i>, κάνω αστεία εις [[βάρος]] κάποιου, [[αστειεύομαι]], [[κοροϊδεύω]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κατασκώπτω:''' μέλ. <i>-σκώψομαι</i>, κάνω αστεία εις [[βάρος]] κάποιου, [[αστειεύομαι]], [[κοροϊδεύω]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατασκώπτω:''' (fut. κατασκώψομαι) осмеивать, подвергать осмеянию (τινά Her.).
|lstext='''κατασκώπτω''': μέλλ. -σκώψομαι (πρβλ. [[ἐπισκώπτω]]), [[λέγω]] τινος κατὰ σκώμματα, καθ’ ὑπερβολὴν περιγελῶ ἢ «[[πειράζω]]», τινὰ Ἡρόδ. 2. 173· τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, καταγελῶ, [[ἐμπαίζω]], ὁ αὐτ. 3. 37, 151.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-σκώπτω (be)spotten.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -σκώψομαι<br />to make jokes [[upon]], to [[jeer]] or [[mock]], Hdt.
|mdlsjtxt=fut. -σκώψομαι<br />to make jokes [[upon]], to [[jeer]] or [[mock]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 20:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκώπτω Medium diacritics: κατασκώπτω Low diacritics: κατασκώπτω Capitals: ΚΑΤΑΣΚΩΠΤΩ
Transliteration A: kataskṓptō Transliteration B: kataskōptō Transliteration C: kataskopto Beta Code: kataskw/ptw

English (LSJ)

make jokes upon, τινα Hdt.2.173; mostly in bad sense, jeer, mock, Id.3.37, 151.

German (Pape)

[Seite 1379] fut. κατασκώψομαι, verspotten, τινά, Her. 2, 173. 3, 151.

French (Bailly abrégé)

se moquer de, acc..
Étymologie: κατά, σκώπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-σκώπτω (be)spotten.

Russian (Dvoretsky)

κατασκώπτω: (fut. κατασκώψομαι) осмеивать, подвергать осмеянию (τινά Her.).

Greek Monolingual

κατασκώπτω (AM)
περιγελώ, εμπαίζω κάποιον.

Greek Monotonic

κατασκώπτω: μέλ. -σκώψομαι, κάνω αστεία εις βάρος κάποιου, αστειεύομαι, κοροϊδεύω, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκώπτω: μέλλ. -σκώψομαι (πρβλ. ἐπισκώπτω), λέγω τινος κατὰ σκώμματα, καθ’ ὑπερβολὴν περιγελῶ ἢ «πειράζω», τινὰ Ἡρόδ. 2. 173· τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, καταγελῶ, ἐμπαίζω, ὁ αὐτ. 3. 37, 151.

Middle Liddell

fut. -σκώψομαι
to make jokes upon, to jeer or mock, Hdt.