μεταναιέτης: Difference between revisions
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>c.</i> [[μετανάστης]].<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ναίω]]. | |btext=<i>c.</i> [[μετανάστης]].<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ναίω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεταναιέτης:''' ου ὁ переселенец Hes. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεταναιέτης:''' αυτός που συγκατοικεί με κάποιον, σε Ησίοδ. | |lsmtext='''μεταναιέτης:''' αυτός που συγκατοικεί με κάποιον, σε Ησίοδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μετα-[[ναιέτης]], ου, ὁ,<br />one who dwells with, Hes. | |mdlsjtxt=μετα-[[ναιέτης]], ου, ὁ,<br />one who dwells with, Hes. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, one who dwells with, Hes.Th.401.
German (Pape)
[Seite 150] ὁ, der seinen Wohnort vertauscht hat und wo anders wohnt, = μετανάστης, Hes. Th. 401.
French (Bailly abrégé)
c. μετανάστης.
Étymologie: μετά, ναίω.
Russian (Dvoretsky)
μεταναιέτης: ου ὁ переселенец Hes.
Greek (Liddell-Scott)
μεταναιέτης: -ου, ὁ, ὁ κατοικῶν μετά τινος, παῖδας δ’ ἤματα πάντα ἑοὺς μεταναιέτας εἶναι, μεθ’ ἑαυτοῦ οἰκοῦντας, Ἡσ. Θ. 401· κατά τινας γραπτέον: ...ἕο μέτα ναιέτας εἶναι.
Greek Monolingual
μεταναιέτης, ὁ (Α)
αυτός που κατοικεί με κάποιον, που συγκατοικεί, ο συγκάτοικος («παῑδας δ' ἤματα πάντα ἑοῦ μεταναιέτας εἶναι», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ναιέτης «κάτοικος» (< ναιετῶ «κατοικώ»), πρβλ. περιναιέτης.
Greek Monotonic
μεταναιέτης: αυτός που συγκατοικεί με κάποιον, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
μετα-ναιέτης, ου, ὁ,
one who dwells with, Hes.