μιτοεργός: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui travaille le fil.<br />'''Étymologie:''' [[μίτος]], [[ἔργον]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui travaille le fil]].<br />'''Étymologie:''' [[μίτος]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:00, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐτοεργός Medium diacritics: μιτοεργός Low diacritics: μιτοεργός Capitals: ΜΙΤΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: mitoergós Transliteration B: mitoergos Transliteration C: mitoergos Beta Code: mitoergo/s

English (LSJ)

όν, working the thread, AP6.289 (Leon.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui travaille le fil.
Étymologie: μίτος, ἔργον.

Greek (Liddell-Scott)

μῐτοεργός: -όν, ὁ ἐργαζόμενος τὸν μίτον, τὴν κλωστήν, ἐπὶ τῆς ἀτράκτου, Ἀνθ. Π. 6. 289.

Greek Monolingual

μιτοεργός, -όν (Α)
(για το αδράχτι) αυτός που χειρίζεται τον μίτο, την κλωστή του στημονιού («τὸν μιτοεργὸν άειδίνητον ἄτρακτον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίτος + -εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργός].

Greek Monotonic

μῐτοεργός: -όν (*ἔργω), αυτός που επεξεργάζεται την κλωστή, σε Ανθ.

Middle Liddell

μῐτο-εργός, όν [*ἔργω
working the thread, Anth.