καταψάω: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=-ῶ :<br />flatter de la main, caresser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ψάω]].
|btext=-ῶ :<br />flatter de la main, caresser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ψάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταψάω''': [[τρίβω]] ἐλαφρά, [[ἠρέμα]] διὰ τῆς χειρὸς ἵνα κολακεύσω, ἡμερώσω, «χαϊδεύω» διὰ τῆς χειρός, [[θωπεύω]], ὡς τὸ Ὁμηρικὸν [[καταρρέζω]], καταψῶσα [[αὐτοῦ]] τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 6. 61· καταψῶν αὐτὸν τὸν κάνθαρον, [[ὥσπερ]] [[πωλίον]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 75, πρβλ. Ξεν. Ἀπολ. 28· τὰς ὑπήνας κ. ἄκροις τοῖς δακτύλοις Εὐνάπ. σ. 201, 21· καταψῆσαι τοῦ ἵππου τὰ ὦτα καὶ τὴν χαίτην Φιλόστρ. σ. 59· τοὺς παῖδας προσαγόμενος καὶ καταψήσας θαρρεῖν ἐκέλευεν Πολύβ. 10. 18, 3· μεταφορ., [[καθησυχάζω]], καταψήσαντες καὶ καταπραΰναντες τὸν Ἀσδρούβαν Πολύβ. 2. 13, 6., 10. 18, 3· ἴδε [[καταψήχω]] ΙΙ.
|elnltext=κατα-ψάω strelen.
}}
{{elru
|elrutext='''καταψάω:''' [[гладить]], [[поглаживать]], [[ласкать]] (τὴν κεφαλήν τινος Her., Plat.; [[πωλίον]] Arph.; sc. ἵππον Plut.).
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''καταψάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[χτυπώ]] με το [[χέρι]], [[τρίβω]] [[ελαφρά]], [[χαϊδεύω]], [[θωπεύω]], καταψῶσα [[αὐτοῦ]] τὴν κεφαλήν, σε Ηρόδ.· <i>καταψῶν αὐτὸν</i> (<i>τὸν κάνθαρον</i>), [[ὥσπερ]] [[πωλίον]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''καταψάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[χτυπώ]] με το [[χέρι]], [[τρίβω]] [[ελαφρά]], [[χαϊδεύω]], [[θωπεύω]], καταψῶσα [[αὐτοῦ]] τὴν κεφαλήν, σε Ηρόδ.· <i>καταψῶν αὐτὸν</i> (<i>τὸν κάνθαρον</i>), [[ὥσπερ]] [[πωλίον]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταψάω:''' [[гладить]], [[поглаживать]], [[ласкать]] (τὴν κεφαλήν τινος Her., Plat.; [[πωλίον]] Arph.; sc. ἵππον Plut.).
|lstext='''καταψάω''': [[τρίβω]] ἐλαφρά, [[ἠρέμα]] διὰ τῆς χειρὸς ἵνα κολακεύσω, ἡμερώσω, «χαϊδεύω» διὰ τῆς χειρός, [[θωπεύω]], ὡς τὸ Ὁμηρικὸν [[καταρρέζω]], καταψῶσα [[αὐτοῦ]] τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 6. 61· καταψῶν αὐτὸν τὸν κάνθαρον, [[ὥσπερ]] [[πωλίον]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 75, πρβλ. Ξεν. Ἀπολ. 28· τὰς ὑπήνας κ. ἄκροις τοῖς δακτύλοις Εὐνάπ. σ. 201, 21· καταψῆσαι τοῦ ἵππου τὰ ὦτα καὶ τὴν χαίτην Φιλόστρ. σ. 59· τοὺς παῖδας προσαγόμενος καὶ καταψήσας θαρρεῖν ἐκέλευεν Πολύβ. 10. 18, 3· μεταφορ., [[καθησυχάζω]], καταψήσαντες καὶ καταπραΰναντες τὸν Ἀσδρούβαν Πολύβ. 2. 13, 6., 10. 18, 3· ἴδε [[καταψήχω]] ΙΙ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-ψάω strelen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[stroke]] with the [[hand]], to [[stroke]], [[caress]], καταψῶσα [[αὐτοῦ]] τὴν κεφαλήν Hdt.; καταψῶν αὐτὸν [τὸν κάνθαρον], [[ὥσπερ]] [[πωλίον]] Ar.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[stroke]] with the [[hand]], to [[stroke]], [[caress]], καταψῶσα [[αὐτοῦ]] τὴν κεφαλήν Hdt.; καταψῶν αὐτὸν [τὸν κάνθαρον], [[ὥσπερ]] [[πωλίον]] Ar.
}}
}}

Revision as of 20:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταψάω Medium diacritics: καταψάω Low diacritics: καταψάω Capitals: ΚΑΤΑΨΑΩ
Transliteration A: katapsáō Transliteration B: katapsaō Transliteration C: katapsao Beta Code: kataya/w

English (LSJ)

A stroke, caress, καταψῶσα τοῦ παιδίου τὴν κεφαλήν Hdt.6.61; καταψῶν αὐτὸν [τὸν κάνθαρον] ὥσπερ πωλίον Ar.Pax75, cf.X.Ap. 28; τὸ φαλακρόν Herod.6.76:—Pass., Asclep. ap. Gal.12.411; to be stroked the right way, Sch.Gen.Il.21.474. 2 metaph., smooth down, Plb.2.13.6, 10.18.3; cajole, wheedle, BGU1011.13 (ii B.C.). 3 scrape down, τοὺς τοίχους IG11(2).199A48(Delos, iii B.C.); rub down, ἅτερος τὸν ἕτερον Luc.Anach.1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
flatter de la main, caresser, acc..
Étymologie: κατά, ψάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-ψάω strelen.

Russian (Dvoretsky)

καταψάω: гладить, поглаживать, ласкать (τὴν κεφαλήν τινος Her., Plat.; πωλίον Arph.; sc. ἵππον Plut.).

Spanish

pasar la mano por, acariciar

Greek Monotonic

καταψάω: μέλ. -ήσω, χτυπώ με το χέρι, τρίβω ελαφρά, χαϊδεύω, θωπεύω, καταψῶσα αὐτοῦ τὴν κεφαλήν, σε Ηρόδ.· καταψῶν αὐτὸν (τὸν κάνθαρον), ὥσπερ πωλίον, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

καταψάω: τρίβω ἐλαφρά, ἠρέμα διὰ τῆς χειρὸς ἵνα κολακεύσω, ἡμερώσω, «χαϊδεύω» διὰ τῆς χειρός, θωπεύω, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν καταρρέζω, καταψῶσα αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 6. 61· καταψῶν αὐτὸν τὸν κάνθαρον, ὥσπερ πωλίον Ἀριστοφ. Εἰρ. 75, πρβλ. Ξεν. Ἀπολ. 28· τὰς ὑπήνας κ. ἄκροις τοῖς δακτύλοις Εὐνάπ. σ. 201, 21· καταψῆσαι τοῦ ἵππου τὰ ὦτα καὶ τὴν χαίτην Φιλόστρ. σ. 59· τοὺς παῖδας προσαγόμενος καὶ καταψήσας θαρρεῖν ἐκέλευεν Πολύβ. 10. 18, 3· μεταφορ., καθησυχάζω, καταψήσαντες καὶ καταπραΰναντες τὸν Ἀσδρούβαν Πολύβ. 2. 13, 6., 10. 18, 3· ἴδε καταψήχω ΙΙ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to stroke with the hand, to stroke, caress, καταψῶσα αὐτοῦ τὴν κεφαλήν Hdt.; καταψῶν αὐτὸν [τὸν κάνθαρον], ὥσπερ πωλίον Ar.