μεσσόθεν: Difference between revisions

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (pape replacement)
Line 24: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=from the [[middle]], Anth.
|mdlsjtxt=from the [[middle]], Anth.
}}
{{pape
|ptext=poet. = [[μεσόθεν]].
}}
}}

Revision as of 16:46, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσσόθεν Medium diacritics: μεσσόθεν Low diacritics: μεσσόθεν Capitals: ΜΕΣΣΟΘΕΝ
Transliteration A: messóthen Transliteration B: messothen Transliteration C: messothen Beta Code: messo/qen

English (LSJ)

poet. for μεσόθεν, Adv. from the middle, μ. ἰσοπαλές Parm. 8.44, cf. ARh. 1.1168; c. gen., μ. ὕλης AP 9.661 (Jul. Aeg.); μεσόθεν, Ti.Locr. 95e.

French (Bailly abrégé)

poét. p. μεσόθεν.

Greek (Liddell-Scott)

μεσσόθεν: ποιητ. ἀντὶ μεσόθεν, ἐπίρρ., ἐκ τοῦ μέσου, Παρμενίδης ἐν Πλάτ. Σοφιστ. 244Ε, Ἀπολ. Ρόδ. Α. 1168· μετὰ γεν., μ. ὕλης Ἀνθ. Π. 9. 661· - μέσοθεν παρὰ Τιμ. τῷ Λοκρ. 95D.

Greek Monolingual

μεσσόθεν (ποιητ. τ.) και μεσόθεν και μέσοθεν (Α)
επίρρ.
1. από τη μέση
2. στη μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(σ)ος (βλ. λ. μέσος) + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. οίκο-θεν)].

Greek Monotonic

μεσσόθεν: ποιητ. αντί μεσόθεν, επίρρ., από τη μέση, σε Ανθ.

Middle Liddell

from the middle, Anth.

German (Pape)

poet. = μεσόθεν.