κραναήπεδος: Difference between revisions

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au sol dur <i>ou</i> rocailleux.<br />'''Étymologie:''' [[κραναός]], [[πέδον]].
|btext=ος, ον :<br />au sol dur <i>ou</i> rocailleux.<br />'''Étymologie:''' [[κραναός]], [[πέδον]].
}}
{{elru
|elrutext='''κραναήπεδος:''' [[с каменистой почвой]], [[каменистый]] ([[Δῆλος]] HH).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρᾰνᾰήπεδος:''' -ον ([[πέδον]]), αυτός που έχει σκληρό, βραχώδες [[έδαφος]], σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''κρᾰνᾰήπεδος:''' -ον ([[πέδον]]), αυτός που έχει σκληρό, βραχώδες [[έδαφος]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''κραναήπεδος:''' [[с каменистой почвой]], [[каменистый]] ([[Δῆλος]] HH).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κρᾰνᾰή-πεδος, ον [[πέδον]]<br />with [[hard]] [[rocky]] [[soil]], Hhymn.
|mdlsjtxt=κρᾰνᾰή-πεδος, ον [[πέδον]]<br />with [[hard]] [[rocky]] [[soil]], Hhymn.
}}
}}

Revision as of 13:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰνᾰήπεδος Medium diacritics: κραναήπεδος Low diacritics: κραναήπεδος Capitals: ΚΡΑΝΑΗΠΕΔΟΣ
Transliteration A: kranaḗpedos Transliteration B: kranaēpedos Transliteration C: kranaipedos Beta Code: kranah/pedos

English (LSJ)

ον, with hard rocky soil, h.Ap.72.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au sol dur ou rocailleux.
Étymologie: κραναός, πέδον.

Russian (Dvoretsky)

κραναήπεδος: с каменистой почвой, каменистый (Δῆλος HH).

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰνᾰήπεδος: -ον, ἔχων ἔδαφος τραχὺ καὶ πετρῶδες, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 72.

Greek Monolingual

κραναήπεδος, -ον (Α)
αυτός που έχει έδαφος τραχύ και πετρώδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανα-ός «πετρώδης» + συνδετικό φωνήεν -η- (πρβλ. στεφαν-ηφόρος) + -πεδος (< -πέδον), πρβλ. ακρήπεδος, επίπεδος].

Greek Monotonic

κρᾰνᾰήπεδος: -ον (πέδον), αυτός που έχει σκληρό, βραχώδες έδαφος, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

κρᾰνᾰή-πεδος, ον πέδον
with hard rocky soil, Hhymn.