μετεξέτεροι: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>mot surtout ion.</i><br />quelques autres, <i>propr.</i> « d'autres successivement ».<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἐξ]], [[ἕτερος]]. | |btext=<i>mot surtout ion.</i><br />quelques autres, <i>propr.</i> « d'autres successivement ».<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἐξ]], [[ἕτερος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετεξέτεροι:''' [[некоторые]] (из них): μ. αὐτῶν Her. кое-кто из них. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μετεξέτεροι:''' -αι, -α, Ιων. αντων., = [[ἔνιοι]], κάποιοι [[μεταξύ]] πολλών, συγκεκριμένα πρόσωπα, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''μετεξέτεροι:''' -αι, -α, Ιων. αντων., = [[ἔνιοι]], κάποιοι [[μεταξύ]] πολλών, συγκεκριμένα πρόσωπα, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[ionic Pron., = [[ἔνιοι]]<br />[[some]] [[among]] [[many]], [[certain]] persons, Hdt. | |mdlsjtxt=[ionic Pron., = [[ἔνιοι]]<br />[[some]] [[among]] [[many]], [[certain]] persons, Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 3 October 2022
English (LSJ)
αι, α, Ion. Pron., = ἔνιοι, some among many, certain, Hdt.1.63,95, 199, al., Hp.Fract.11, al.; χρῆσις μετεξετέρη a certain amount of use, Id.Art.52. (μετ' ἐξετέρην shd. be written divisim in Nic.Th.588.)
German (Pape)
[Seite 158] αι, α, einige Andere, = ἕτεροί τινες, Her. 1, 63 u. öfter; fem., 1, 99; den sing. μετεξετέρην hat Nic. Ther. 588.
French (Bailly abrégé)
mot surtout ion.
quelques autres, propr. « d'autres successivement ».
Étymologie: μετά, ἐξ, ἕτερος.
Russian (Dvoretsky)
μετεξέτεροι: некоторые (из них): μ. αὐτῶν Her. кое-кто из них.
Greek (Liddell-Scott)
μετεξέτεροι: -αι, -α, Ἰων. ἀντωνυμ., = ἔνιοι, τινὲς μεταξὺ πολλῶν, μερικοί, Ἡρόδ. 1, 63, 95, 199, κ. ἀλλ., καὶ Ἱππ.: - ὁ Νίκανδρ. ἐν Θηρ. 588 ἔχει τὸ ἑνικόν.
Greek Monolingual
μετεξέτεροι, -αι, -α (Α)
ιων. τ.
1. κάποιοι μεταξύ πολλών, μερικοί
2. (σπάν. στον εν.) φρ. «χρῆσις μετεξετέρη» — κάποια ποσότητα (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐξέτεροι «μερικοί»].
Greek Monotonic
μετεξέτεροι: -αι, -α, Ιων. αντων., = ἔνιοι, κάποιοι μεταξύ πολλών, συγκεκριμένα πρόσωπα, σε Ηρόδ.