μετοικικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui jouit du droit de cité comme les métèques;<br /><b>2</b> étranger domicilié.<br />'''Étymologie:''' [[μέτοικος]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui jouit du droit de cité comme les métèques;<br /><b>2</b> étranger domicilié.<br />'''Étymologie:''' [[μέτοικος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετοικικός:''' [[находящийся на положении метэка]] ([[ἄνθρωπος]] Plut.): οὐδὲ μετοικικὰ τῆς Ἀθηναίων φωνῆς ирон. Luc. совершенно неаттические выражения. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μετοικικός:''' -ή, -όν, αυτός που βρίσκεται στην [[κατάσταση]] ενός μετοίκου, σε Πλούτ.· <i>τὸ μετοικικόν</i>, ο [[κατάλογος]] αυτών που είναι <i>μέτοικοι</i>, σε Λουκ. | |lsmtext='''μετοικικός:''' -ή, -όν, αυτός που βρίσκεται στην [[κατάσταση]] ενός μετοίκου, σε Πλούτ.· <i>τὸ μετοικικόν</i>, ο [[κατάλογος]] αυτών που είναι <i>μέτοικοι</i>, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μετοικικός]], ή, όν<br />in the [[condition]] of a [[μέτοικος]], Plut.: — τὸ μ. the [[list]] of μέτοικοι, Luc. | |mdlsjtxt=[[μετοικικός]], ή, όν<br />in the [[condition]] of a [[μέτοικος]], Plut.: — τὸ μ. the [[list]] of μέτοικοι, Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A consisting of μέτοικοι, Hyp.Fr. 149; in the condition of a μ., ἄνθρωπος Plu.Alc.5; συντελεῖν εἰς τὸ μετοικικόν, v.l. for μετοίκιον, Luc.Bis Acc.9. II metaph., having a part in, τινος Id.Lex.25.
German (Pape)
[Seite 161] ή, όν, zum μέτοικος gehörig, μετοικικὸν ἄνθρωπον = μέτοικον, Plut. Alc. 5; ἐς τὸ μετοικικὸν συντελεῖν, d. i. zu den Schutzverwandten gehören, Luc. bis accus. 9; μετοικικῆς συμμορίας ταμίας, Hyperid. bei Poll. 8, 144.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui jouit du droit de cité comme les métèques;
2 étranger domicilié.
Étymologie: μέτοικος.
Russian (Dvoretsky)
μετοικικός: находящийся на положении метэка (ἄνθρωπος Plut.): οὐδὲ μετοικικὰ τῆς Ἀθηναίων φωνῆς ирон. Luc. совершенно неаттические выражения.
Greek (Liddell-Scott)
μετοικικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἰδιάζων εἰς μέτοικον, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 144, Πλουτ. Ἀλκ. 5· - τὸ μ., ὁ κατάλογος τῶν μετοίκων, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 9. ΙΙ. μεταφ., ὁ μετέχων, μέτοχος, τινος Λουκ. Λεξιφ. 25.
Greek Monolingual
μετοικικός, -ή, -όν (Α) μέτοικος
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στον μέτοικο
2. αυτός που βρίσκεται στην κατάσταση του μετοίκου
3. μτφ. αυτός που είναι μέτοχος σε κάτι
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μετοικικά
η παρεφθαρμένη αττική διάλεκτος την οποία μιλούσαν οι μέτοικοι.
Greek Monotonic
μετοικικός: -ή, -όν, αυτός που βρίσκεται στην κατάσταση ενός μετοίκου, σε Πλούτ.· τὸ μετοικικόν, ο κατάλογος αυτών που είναι μέτοικοι, σε Λουκ.
Middle Liddell
μετοικικός, ή, όν
in the condition of a μέτοικος, Plut.: — τὸ μ. the list of μέτοικοι, Luc.