κατώτατος: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=η, ον :<br />très bas, le plus bas ; <i>pl. neutre adv.</i> • κατώτατα HDT tout à fait en bas.<br />'''Étymologie:''' [[κάτω]]. | |btext=η, ον :<br />très bas, le plus bas ; <i>pl. neutre adv.</i> • κατώτατα HDT tout à fait en bas.<br />'''Étymologie:''' [[κάτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κατώτατος -η -ον [κάτω] superl., onderste; n. plur. adv. κατώτατα op het laagste punt. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατώτατος:''' [superl. к [[κάτω]] I] самый нижний: τὸ [[κατωτάτω]] [[οἴκημα]] Xen. нижнее основание (колесницы). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κατώτατος:''' -η, -ον, επίρρ. υπερθ. του [[κάτω]], ο [[πλέον]] [[χαμηλός]], σε Ξεν.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ηρόδ. | |lsmtext='''κατώτατος:''' -η, -ον, επίρρ. υπερθ. του [[κάτω]], ο [[πλέον]] [[χαμηλός]], σε Ξεν.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κατώτατος''': -η, -ον, ὑπερθ. ἐπίθ. ἐκ τοῦ [[κάτω]], ὁ χαμηλότατος, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 52· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Ἡρόδ. 7. 23·- Ἐπίρρ. κατωτάτω, ἴδε ἐν λ. [[κάτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κατώτατος]], η, ον [Sup. adj. from [[κάτω]]<br />lowest, Xen.: neut. pl. as adv., Hdt. | |mdlsjtxt=[[κατώτατος]], η, ον [Sup. adj. from [[κάτω]]<br />lowest, Xen.: neut. pl. as adv., Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 2 October 2022
English (LSJ)
η, ον, Sup. Adj. from κάτω, lowest, X.Cyr.6.1.52, LXX Ps.87(88).6, al.: neuter plural as adverb, Hdt.7.23. Adv. κατωτάτω, v. κάτω.
German (Pape)
[Seite 1407] superl. von κάτω, der unterste; Xen. Cyr. 6, 1, 52; Theophr.; – κατωτάτω, s. κάτω.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
très bas, le plus bas ; pl. neutre adv. • κατώτατα HDT tout à fait en bas.
Étymologie: κάτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατώτατος -η -ον [κάτω] superl., onderste; n. plur. adv. κατώτατα op het laagste punt.
Russian (Dvoretsky)
κατώτατος: [superl. к κάτω I] самый нижний: τὸ κατωτάτω οἴκημα Xen. нижнее основание (колесницы).
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ κατώτατος, -άτη, -ον) κάτω
αυτός που βρίσκεται στην πιο κάτω θέση, ο χαμηλότατος (α. «βρίσκεται στο κατώτατο σκαλοπάτι» β. «τὸ κατώτατον οἴκημα», Ξεν.)
νεοελλ.
1. (για ποσό) έσχατος, τελευταίος («κατώτατη τιμή»)
2. αυτός που έχει την πιο χαμηλή ποιότητα, αυτός που έχει την πιο μικρή αξία από όλους, ευτελέστατος, ταπεινότατος.
επίρρ...
κατώτατα (Α κατώτατα και κατωτάτω)
στο πιο κάτω μέρος, στο πιο χαμηλό μέρος («oἱ μὲν κατώτατα ἐστεῶτες ὤρυσσον», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
κατώτατος: -η, -ον, επίρρ. υπερθ. του κάτω, ο πλέον χαμηλός, σε Ξεν.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
κατώτατος: -η, -ον, ὑπερθ. ἐπίθ. ἐκ τοῦ κάτω, ὁ χαμηλότατος, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 52· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Ἡρόδ. 7. 23·- Ἐπίρρ. κατωτάτω, ἴδε ἐν λ. κάτω.
Middle Liddell
κατώτατος, η, ον [Sup. adj. from κάτω
lowest, Xen.: neut. pl. as adv., Hdt.