κρεισσότεκνος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />plus cher, plus précieux que des enfants.<br />'''Étymologie:''' [[κρείσσων]], [[τέκνον]].
|btext=ος, ον :<br />plus cher, plus précieux que des enfants.<br />'''Étymologie:''' [[κρείσσων]], [[τέκνον]].
}}
{{elru
|elrutext='''κρεισσότεκνος:''' (который) дороже детей Aesch.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρεισσότεκνος:''' -ον (τέκνος), ο πιο [[αγαπητός]] από τα [[παιδιά]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κρεισσότεκνος:''' -ον (τέκνος), ο πιο [[αγαπητός]] από τα [[παιδιά]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κρεισσότεκνος:''' (который) дороже детей Aesch.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κρεισσό-τεκνος, ον [[τέκνον]]<br />dearer [[than]] children, Aesch.
|mdlsjtxt=κρεισσό-τεκνος, ον [[τέκνον]]<br />dearer [[than]] children, Aesch.
}}
}}

Revision as of 13:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεισσότεκνος Medium diacritics: κρεισσότεκνος Low diacritics: κρεισσότεκνος Capitals: ΚΡΕΙΣΣΟΤΕΚΝΟΣ
Transliteration A: kreissóteknos Transliteration B: kreissoteknos Transliteration C: kreissoteknos Beta Code: kreisso/teknos

English (LSJ)

ον, dearer than children, ὄμματα dub. in A.Th.784 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plus cher, plus précieux que des enfants.
Étymologie: κρείσσων, τέκνον.

Russian (Dvoretsky)

κρεισσότεκνος: (который) дороже детей Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

κρεισσότεκνος: -ον, ἀγαπητότερος τῶν τέκνων, κρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἀμφίβ. λέξ. παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Θήβ. 784· ἡ τοῦ Ἑρμάνου διόρθωσις κυρσοτέκνων ἀντὶ κρεισσοτέκνων δὲν φαίνεται ἐπιτυχής.

Greek Monolingual

κρεισσότεκνος, -ον (Α)
αυτός που είναι πιο αγαπητός σε κάποιον κι από τα ίδια τα παιδιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρείσσων + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. εύτεκνος, πολύτεκνος].

Greek Monotonic

κρεισσότεκνος: -ον (τέκνος), ο πιο αγαπητός από τα παιδιά, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

κρεισσό-τεκνος, ον τέκνον
dearer than children, Aesch.