κυβευτής: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />joueur.<br />'''Étymologie:''' [[κυβεύω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />joueur.<br />'''Étymologie:''' [[κυβεύω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κυβευτής -οῦ, ὁ [κυβεύω] dobbelaar. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῠβευτής:''' οῦ ὁ [[игрок в кости]] Xen., Arst., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κῠβευτής:''' -οῦ, ὁ ([[κυβεύω]]), [[παίκτης]] ζαριών, [[τζογαδόρος]], σε Ξεν. | |lsmtext='''κῠβευτής:''' -οῦ, ὁ ([[κυβεύω]]), [[παίκτης]] ζαριών, [[τζογαδόρος]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 23:50, 2 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, dicer, gambler, S.Fr.947, Eup.11.8 D., X.HG 6.3.16, Men.965, Vett.Val.202.6; οἱ Κυβευταί, name of plays by Antiphanes, etc.
German (Pape)
[Seite 1522] ὁ, der Würfelspieler; Soph. frg. 686; Xen. Hell. 6, 3, 16; Arist. eth. 4, 1 rechnet sie neben λωποδύτης u. λῃστής zu den ἀνελεύθεροι.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
joueur.
Étymologie: κυβεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυβευτής -οῦ, ὁ [κυβεύω] dobbelaar.
Russian (Dvoretsky)
κῠβευτής: οῦ ὁ игрок в кости Xen., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβευτής: -οῦ, ὁ, (κυβεύω) ὁ παίζων τοὺς κύβους, ἤτοι τυχηρὰ παιγνίδια, Σοφ. Ἀποσπ. 686, Ξεν. Ἑλλ. 6, 3, 16· ὁ Ἀριστ. κατατάσσει τὸν κυβευτὴν μεταξὺ τῶν ἀνελευθέρων καὶ αἰσχροκερδῶν, ὁ μέντοι κυβευτὴς καὶ ὁ λωποδύτης καὶ ὁ λῃστὴς τῶν ἀνελευθέρων εἰσίν· αἰσχροκερδεῖς γάρ· ― οἱ Κυβευταί, ὄνομα δράματος τοῦ Ἀντιφάνους.
Greek Monolingual
ο, θηλ. κυβεύτρια (Α κυβευτής) κυβεύω
αυτός που παίζει ζάρια («ὁ μὲν τοι κυβευτής, καὶ ὁ λωποδύτης, καὶ ὁ λῃστής τῶν ἀνελευθέρων εἰσί», Αριστοτ.)
νεοελλ.
αυτός που παίζει στο χρηματιστήριο με αθέμιτα μέσα
αρχ.
(στον πληθ. ως κύριο όν.) Κυβευταί
τίτλος δράματος του Αντιφάνους.
Greek Monotonic
κῠβευτής: -οῦ, ὁ (κυβεύω), παίκτης ζαριών, τζογαδόρος, σε Ξεν.
Middle Liddell
κῠβευτής, οῦ, κυβεύω
a dicer, gambler, Xen.