κτηνηδόν: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>adv.</i><br />comme les bestiaux.<br />'''Étymologie:''' [[κτῆνος]], -δον.
|btext=<i>adv.</i><br />comme les bestiaux.<br />'''Étymologie:''' [[κτῆνος]], -δον.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κτηνηδόν''': Ἐπίρρ. ([[κτῆνος]]) δίκην κτήνους, ὡς [[κτῆνος]], κτηνηδὸν μισγόμενοι Ἡρόδ. 4. 180.
|elnltext=κτηνηδόν [κτῆνος] adv., als beesten.
}}
{{elru
|elrutext='''κτηνηδόν:''' adv. подобно скоту, по-скотски (μισγόμενοι Her.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κτηνηδόν:''' επίρρ. ([[κτῆνος]]), όπως τα θηρία, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κτηνηδόν:''' επίρρ. ([[κτῆνος]]), όπως τα θηρία, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κτηνηδόν:''' adv. подобно скоту, по-скотски (μισγόμενοι Her.).
|lstext='''κτηνηδόν''': Ἐπίρρ. ([[κτῆνος]]) δίκην κτήνους, ὡς [[κτῆνος]], κτηνηδὸν μισγόμενοι Ἡρόδ. 4. 180.
}}
{{elnl
|elnltext=κτηνηδόν [κτῆνος] adv., als beesten.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κτῆνος]]<br />like beasts, Hdt.
|mdlsjtxt=[[κτῆνος]]<br />like beasts, Hdt.
}}
}}

Revision as of 20:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτηνηδόν Medium diacritics: κτηνηδόν Low diacritics: κτηνηδόν Capitals: ΚΤΗΝΗΔΟΝ
Transliteration A: ktēnēdón Transliteration B: ktēnēdon Transliteration C: ktinidon Beta Code: kthnhdo/n

English (LSJ)

Adv., (κτῆνος) like beasts, Hdt.4.180.

German (Pape)

[Seite 1519] nach Art des Viehes, μισγόμενοι, Her. 4, 180.

French (Bailly abrégé)

adv.
comme les bestiaux.
Étymologie: κτῆνος, -δον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτηνηδόν [κτῆνος] adv., als beesten.

Russian (Dvoretsky)

κτηνηδόν: adv. подобно скоту, по-скотски (μισγόμενοι Her.).

Greek Monolingual

κτηνηδόν (Α)
επίρρ. σαν κτήνος, σαν τα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, λεοντηδόν)].

Greek Monotonic

κτηνηδόν: επίρρ. (κτῆνος), όπως τα θηρία, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κτηνηδόν: Ἐπίρρ. (κτῆνος) δίκην κτήνους, ὡς κτῆνος, κτηνηδὸν μισγόμενοι Ἡρόδ. 4. 180.

Middle Liddell

κτῆνος
like beasts, Hdt.