ναυτία: Difference between revisions

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />mal de mer ; nausée, envie de vomir.<br />'''Étymologie:''' [[ναύτης]].
|btext=ας (ἡ) :<br />mal de mer ; nausée, envie de vomir.<br />'''Étymologie:''' [[ναύτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''ναυτία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[морская болезнь]] Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[тошнота]] (ναυτίαι λαμβάνουσι τὰς πλείστας γυναῖκας κυούσας Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ναυτία:''' ἡ ([[ναῦς]]), [[ζάλη]] που προκαλεί το [[ταξίδι]] στη [[θάλασσα]], [[αίσθημα]] ναυτίας, [[αναγούλα]], [[αηδία]], Λατ. [[nausea]], σε Σιμων.
|lsmtext='''ναυτία:''' ἡ ([[ναῦς]]), [[ζάλη]] που προκαλεί το [[ταξίδι]] στη [[θάλασσα]], [[αίσθημα]] ναυτίας, [[αναγούλα]], [[αηδία]], Λατ. [[nausea]], σε Σιμων.
}}
{{elru
|elrutext='''ναυτία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[морская болезнь]] Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[тошнота]] (ναυτίαι λαμβάνουσι τὰς πλείστας γυναῖκας κυούσας Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ναυτία]], ἡ, [[ναῦς]]<br />seasickness, qualmishness, [[disgust]], Lat. [[nausea]], [[Simon]].
|mdlsjtxt=[[ναυτία]], ἡ, [[ναῦς]]<br />seasickness, qualmishness, [[disgust]], Lat. [[nausea]], [[Simon]].
}}
}}

Revision as of 14:46, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυτία Medium diacritics: ναυτία Low diacritics: ναυτία Capitals: ΝΑΥΤΙΑ
Transliteration A: nautía Transliteration B: nautia Transliteration C: naftia Beta Code: nauti/a

English (LSJ)

Ion. ναυσίη Semon.7.54, ἡ:—A seasickness, or generally, nausea, Arist. PA664b13 (pl.), Aret.SA1.5,2.2, Alciphr.2.4, Jul.Or.6.190d: pl., Porph.Gaur.8.1. 2 generally, disgust, Semon.l.c.

German (Pape)

[Seite 233] ἡ, u. ναυτιάω, att, = ναυσία, ναυσιάω, auch ναυττιάω geschrieben, Phot. lex., vgl. Lob. zu Phryn. p. 194.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mal de mer ; nausée, envie de vomir.
Étymologie: ναύτης.

Russian (Dvoretsky)

ναυτία:
1) морская болезнь Arst., Plut.;
2) тошнота (ναυτίαι λαμβάνουσι τὰς πλείστας γυναῖκας κυούσας Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ναυτία: ἡ (ναῦς) «ἀναγοῦλα», Γαλην. Λεξ. Ἱππ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 8, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 5., 2. 2. 2) καθόλου, τὸ βδελύττεσθαι, αἰσθάνεσθαι ἐνδόμυχον ἀποστροφήν, Λατ. mausea, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 54.

Greek Monolingual

η (Α ναυτία και ιων. τ. ναυσίη)
1. ζάλη η οποία οφείλεται στον κλυδωνισμό πλοίου
2. μτφ. αηδία, αποστροφή («η φλυαρία του μού προκάλεσε ναυτία».)
νεοελλ.
ιατρ. αίσθημα δυσφορίας στη στομαχική χώρα που συνδυάζεται με αίσθημα αηδίας για λήψη τροφής και επικείμενου εμέτου, που συχνά ακολουθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + -ία, χωρίς συριστικοποίηση του -τ- που βρίσκουμε στο ναυσία)].

Greek Monotonic

ναυτία: ἡ (ναῦς), ζάλη που προκαλεί το ταξίδι στη θάλασσα, αίσθημα ναυτίας, αναγούλα, αηδία, Λατ. nausea, σε Σιμων.

Middle Liddell

ναυτία, ἡ, ναῦς
seasickness, qualmishness, disgust, Lat. nausea, Simon.