λεπτολόγος: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui disserte subtilement, épilogueur, chicaneur.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[λέγω]]³.
|btext=ος, ον :<br />qui disserte subtilement, épilogueur, chicaneur.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[λέγω]]³.
}}
{{elru
|elrutext='''λεπτολόγος:''' [[тонко рассуждающий]], [[затейливый]] (φρένες Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λεπτολόγος:''' -ον ([[λέγω]] Γ), αυτός που εξετάζει τα πράγματα [[λεπτομερώς]], εξονυχιστικά, [[μικρολόγος]], [[σχολαστικός]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''λεπτολόγος:''' -ον ([[λέγω]] Γ), αυτός που εξετάζει τα πράγματα [[λεπτομερώς]], εξονυχιστικά, [[μικρολόγος]], [[σχολαστικός]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''λεπτολόγος:''' [[тонко рассуждающий]], [[затейливый]] (φρένες Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λεπτο-[[λόγος]], ον [λέγω3]<br />[[speaking]] [[subtly]], [[subtle]], quibbling, Ar.
|mdlsjtxt=λεπτο-[[λόγος]], ον [λέγω3]<br />[[speaking]] [[subtly]], [[subtle]], quibbling, Ar.
}}
}}

Revision as of 13:54, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτολόγος Medium diacritics: λεπτολόγος Low diacritics: λεπτολόγος Capitals: ΛΕΠΤΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: leptológos Transliteration B: leptologos Transliteration C: leptologos Beta Code: leptolo/gos

English (LSJ)

ον, speaking subtly, quibbling, φρένες Ar. Ra. 876 (hex.), cf. Philostr. VS 1.21.1; in good sense, ἀλλ' ὅ γε λεπτολόγος σκῆπτρον Ἄρατος ἔχει Ptol. ap. Ach.Tat. Intr. Ar. p. 79 M.

German (Pape)

[Seite 30] fein, genau, aber auch mit tadelnder Nebenbdtg, spitzfindig redend, untersuchend; φρένες Ar. Ran. 876; Ptolem. ep. 1 (App. 70); Philostr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui disserte subtilement, épilogueur, chicaneur.
Étymologie: λεπτός, λέγω³.

Russian (Dvoretsky)

λεπτολόγος: тонко рассуждающий, затейливый (φρένες Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

λεπτολόγος: -ον, ὁ ἐξετάζων μὲ λεπτότητα ἢ σοφιστικῶς τὰ πράγματα, μικρολόγος, φρένες Ἀριστοφ. Βάτρ. 876, πρβλ. Φιλόστρ. 515· - τὸ λ. = λεπτολογία, Ἀνθ. Π. παράρτ. 70.

Greek Monolingual

-ο (Α λεπτολόγος, -ον)
αυτός που λεπτολογεί, που μιλάει με λεπτομέρεια ή εξετάζει κάτι εξονυχιστικά, με μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες
αρχ.
αυτός που μελετά ή ελέγχει κάτι με σοφιστικό τρόπο.
επίρρ...
λεπτολόγως (Α)
με λεπτολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -λόγος (< λόγος < λέγω)].

Greek Monotonic

λεπτολόγος: -ον (λέγω Γ), αυτός που εξετάζει τα πράγματα λεπτομερώς, εξονυχιστικά, μικρολόγος, σχολαστικός, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λεπτο-λόγος, ον [λέγω3]
speaking subtly, subtle, quibbling, Ar.