Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παναληθής: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ής, ές :<br />tout à fait véridique.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ἀληθής]].
|btext=ής, ές :<br />tout à fait véridique.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ἀληθής]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πᾰνᾰληθής''': -ές, [[ὅλως]] [[ἀληθής]], π. [[κακόμαντις]], ὁ ἐντελῶς ἀληθεύων [[μάντις]] κακῶν, Αἰσχύλου Θήβ. 724· - Ἐπίρρ. -θῶς, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 85. 2) ἐπὶ πραγμάτων παντελῶς [[ἀληθής]], ἡδονὴ Πλάτ. Πολ. 583Β.
|elnltext=παναληθής -ές [πᾶς, ἀληθής] van pers. geheel de waarheid sprekend. van zaken geheel waar, werkelijk.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰνᾰληθής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вполне правдивый]], [[говорящий совершенную правду]] ([[κακόμαντις]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[истинный]], [[подлинный]], [[действительный]] ([[ἡδονή]] Plat.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πᾰνᾰληθής:''' -ές,<br /><b class="num">1.</b> όλος [[αληθινός]], εντελώς [[αληθινός]], λέγεται για άνθρωπο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, απόλυτα αληθινό ή πραγματικό, σε Πλάτ.
|lsmtext='''πᾰνᾰληθής:''' -ές,<br /><b class="num">1.</b> όλος [[αληθινός]], εντελώς [[αληθινός]], λέγεται για άνθρωπο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, απόλυτα αληθινό ή πραγματικό, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πᾰνᾰληθής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вполне правдивый]], [[говорящий совершенную правду]] ([[κακόμαντις]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[истинный]], [[подлинный]], [[действительный]] ([[ἡδονή]] Plat.).
|lstext='''πᾰνᾰληθής''': -ές, [[ὅλως]] [[ἀληθής]], π. [[κακόμαντις]], ὁ ἐντελῶς ἀληθεύων [[μάντις]] κακῶν, Αἰσχύλου Θήβ. 724· - Ἐπίρρ. -θῶς, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 85. 2) ἐπὶ πραγμάτων παντελῶς [[ἀληθής]], ἡδονὴ Πλάτ. Πολ. 583Β.
}}
{{elnl
|elnltext=παναληθής -ές [πᾶς, ἀληθής] van pers. geheel de waarheid sprekend. van zaken geheel waar, werkelijk.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰν-ᾰληθής, ές<br /><b class="num">1.</b> all true, all too true, of a [[person]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> of things, [[absolutely]] true or [[real]], Plat.
|mdlsjtxt=πᾰν-ᾰληθής, ές<br /><b class="num">1.</b> all true, all too true, of a [[person]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> of things, [[absolutely]] true or [[real]], Plat.
}}
}}

Revision as of 21:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνᾰληθής Medium diacritics: παναληθής Low diacritics: παναληθής Capitals: ΠΑΝΑΛΗΘΗΣ
Transliteration A: panalēthḗs Transliteration B: panalēthēs Transliteration C: panalithis Beta Code: panalhqh/s

English (LSJ)

ές, A all true, π. κακόμαντις Ἐρινύς A.Th.722 (lyr.). Adv. -θῶς Id.Supp.86 (lyr.). 2 of things, absolutely true or real, ἡδονή Pl.R.583b, cf. Iamb.Protr.4 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 456] ές, ganz wahr, wahrhaft; Aesch. Spt. 724; Plat. Rep. IX, 583 b; – adv., Aesch. Suppl. 85 u. in sp. Prosa.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait véridique.
Étymologie: πᾶν, ἀληθής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παναληθής -ές [πᾶς, ἀληθής] van pers. geheel de waarheid sprekend. van zaken geheel waar, werkelijk.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνᾰληθής:
1) вполне правдивый, говорящий совершенную правду (κακόμαντις Aesch.);
2) истинный, подлинный, действительный (ἡδονή Plat.).

Greek Monolingual

παναληθής, -ές (ΑΜ)
1. αυτός που αληθεύει καθ' όλα, που αποδεικνύεται σε όλα αληθινός
2. πραγματικός («παναληθεῑ κλήσει τὸν σεπτὸν τόκον σου σέβοντες», Μηναί.).
επίρρ...
παναληθῶς (Α)
αληθέστατα, ολωσδιόλου αληθινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀληθής.

Greek Monotonic

πᾰνᾰληθής: -ές,
1. όλος αληθινός, εντελώς αληθινός, λέγεται για άνθρωπο, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για πράγματα, απόλυτα αληθινό ή πραγματικό, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνᾰληθής: -ές, ὅλως ἀληθής, π. κακόμαντις, ὁ ἐντελῶς ἀληθεύων μάντις κακῶν, Αἰσχύλου Θήβ. 724· - Ἐπίρρ. -θῶς, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 85. 2) ἐπὶ πραγμάτων παντελῶς ἀληθής, ἡδονὴ Πλάτ. Πολ. 583Β.

Middle Liddell

πᾰν-ᾰληθής, ές
1. all true, all too true, of a person, Aesch.
2. of things, absolutely true or real, Plat.