παρομαρτέω: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />accompagner, escorter, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὁμαρτέω]].
|btext=-ῶ :<br />accompagner, escorter, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὁμαρτέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παρομαρτέω''': [[συνοδεύω]], παρακολουθῶ, Πλουτ. Ἀντών. 26, κτλ.· ἡ [[γοητεία]] προηγεῖται καὶ [[ἀναισχυντία]] παρ. Λουκ. Τίμ. 55, πρβλ. Εἰκόνας 9.
|elnltext=παρ-ομαρτέω begeleiden; overdr., abs.. ἡ ἀναισχυντία παρομαρτεῖ schaamteloosheid is haar begeleidster Luc. 25.55.
}}
{{elru
|elrutext='''παρομαρτέω:''' [[сопровождать]], [[провожать]] ([[ἑκατέρωθεν]] Plut.): ἡ [[γοητεία]] προηγεῖται καὶ [[ἀναισχυντία]] παρομαρτεῖ Luc. (у лжеца) обман идет впереди, а бесстыдство (его) сопровождает.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρομαρτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συντροφεύω]], σε Πλούτ., Λουκ.
|lsmtext='''παρομαρτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συντροφεύω]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρομαρτέω:''' [[сопровождать]], [[провожать]] ([[ἑκατέρωθεν]] Plut.): ἡ [[γοητεία]] προηγεῖται καὶ [[ἀναισχυντία]] παρομαρτεῖ Luc. (у лжеца) обман идет впереди, а бесстыдство (его) сопровождает.
|lstext='''παρομαρτέω''': [[συνοδεύω]], παρακολουθῶ, Πλουτ. Ἀντών. 26, κτλ.· ἡ [[γοητεία]] προηγεῖται καὶ [[ἀναισχυντία]] παρ. Λουκ. Τίμ. 55, πρβλ. Εἰκόνας 9.
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-ομαρτέω begeleiden; overdr., abs.. ἡ ἀναισχυντία παρομαρτεῖ schaamteloosheid is haar begeleidster Luc. 25.55.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[accompany]], Plut., Luc.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[accompany]], Plut., Luc.
}}
}}

Revision as of 21:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρομαρτέω Medium diacritics: παρομαρτέω Low diacritics: παρομαρτέω Capitals: ΠΑΡΟΜΑΡΤΕΩ
Transliteration A: paromartéō Transliteration B: paromarteō Transliteration C: paromarteo Beta Code: paromarte/w

English (LSJ)

accompany, Plu.Ant.26, Aret.SA2.2, Jul.Caes.312c, etc.; πρεσβύτῃ χαλεπὰ π. Junc. ap. Stob.4.50.85; ἡ γοητεία προηγεῖται καὶ ἡ ἀναισχυντία π. Luc. Tim.55, cf. Im.9, Porph.Abst.2.49, CPHerm. 6.15 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 526] begleiten, von den VLL. παρακολουθέω erkl.; Plut. Anton. 26 u. öfter; ἡ γοητεία προηγεῖται καὶ ἡ ἀναισχυντία παρομαρτεῖ, Luc. Tim. 55.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
accompagner, escorter, τινι.
Étymologie: παρά, ὁμαρτέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-ομαρτέω begeleiden; overdr., abs.. ἡ ἀναισχυντία παρομαρτεῖ schaamteloosheid is haar begeleidster Luc. 25.55.

Russian (Dvoretsky)

παρομαρτέω: сопровождать, провожать (ἑκατέρωθεν Plut.): ἡ γοητεία προηγεῖται καὶ ἀναισχυντία παρομαρτεῖ Luc. (у лжеца) обман идет впереди, а бесстыдство (его) сопровождает.

Greek Monotonic

παρομαρτέω: μέλ. -ήσω, συντροφεύω, σε Πλούτ., Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παρομαρτέω: συνοδεύω, παρακολουθῶ, Πλουτ. Ἀντών. 26, κτλ.· ἡ γοητεία προηγεῖται καὶ ἀναισχυντία παρ. Λουκ. Τίμ. 55, πρβλ. Εἰκόνας 9.

Middle Liddell

fut. ήσω
to accompany, Plut., Luc.