παρόραμα: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />bévue, méprise.<br />'''Étymologie:''' [[παροράω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />bévue, méprise.<br />'''Étymologie:''' [[παροράω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρόρᾱμα:''' ατος τό недосмотр, промах Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[παρορώ]]<br />[[λάθος]] από [[αβλεψία]], από [[έλλειψη]] προσοχής, [[αβλέπτημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λάθος]] τυπογραφικό ή [[σφάλμα]] [[κατά]] τη [[δακτυλογράφηση]] κειμένου («διορθώσεις παροραμάτων»)<br /><b>μσν.</b><br />[[κάτι]] που αξίζει να το παραβλέπει, να το περιφρονεί [[κανείς]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάτι]] που παραλείφθηκε<br /><b>2.</b> ηθικό [[σφάλμα]], [[αμάρτημα]]. | |mltxt=το, ΝΜΑ [[παρορώ]]<br />[[λάθος]] από [[αβλεψία]], από [[έλλειψη]] προσοχής, [[αβλέπτημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λάθος]] τυπογραφικό ή [[σφάλμα]] [[κατά]] τη [[δακτυλογράφηση]] κειμένου («διορθώσεις παροραμάτων»)<br /><b>μσν.</b><br />[[κάτι]] που αξίζει να το παραβλέπει, να το περιφρονεί [[κανείς]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάτι]] που παραλείφθηκε<br /><b>2.</b> ηθικό [[σφάλμα]], [[αμάρτημα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:11, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, oversight, error, Phld.Sign.29 (pl., Rh.Mus. 64.33), Plu.2.515e (pl.), 1123c, Procl.in Prm.p.556 S.; opp. ἁμάρτημα ἑκούσιον, Longin.33.4.
German (Pape)
[Seite 527] τό, Versehen, Irrthum, Plut. Aem. Paull. 3 u. öfter, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
bévue, méprise.
Étymologie: παροράω.
Russian (Dvoretsky)
παρόρᾱμα: ατος τό недосмотр, промах Plut.
Greek (Liddell-Scott)
παρόρᾱμα: τό, ἀβλέπτημα, λάθος ἐξ ἀπροσεξίας, Πλούτ. 2, 515D, 1123B· ἐν ἀντιθέσει ἁμάρτημα ἑκούσιον, Λογγῖν. 33. 4.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ παρορώ
λάθος από αβλεψία, από έλλειψη προσοχής, αβλέπτημα
νεοελλ.
λάθος τυπογραφικό ή σφάλμα κατά τη δακτυλογράφηση κειμένου («διορθώσεις παροραμάτων»)
μσν.
κάτι που αξίζει να το παραβλέπει, να το περιφρονεί κανείς
μσν.-αρχ.
1. κάτι που παραλείφθηκε
2. ηθικό σφάλμα, αμάρτημα.