πατραλοίας: Difference between revisions

From LSJ

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />meurtrier de son père, parricide.<br />'''Étymologie:''' [[πατήρ]], [[ἀλοιάω]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />meurtrier de son père, parricide.<br />'''Étymologie:''' [[πατήρ]], [[ἀλοιάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πατρᾰλοίας''': γεν. α καὶ ου, , κλητ. -λοῖα· ([[ἀλοιάω]])· - ὁ φονεύων ἢ δέρων τὸν [[ἑαυτοῦ]] πατέρα, [[πατροκτόνος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 911. 1327, Βάτρ. 247, Λυσίας 116. 43, Πλάτ., κτλ.· ὡς θηλ. Ἡλιόδ. 10. 38.- Φέρεται πατρᾰλῴας ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.
|elnltext=πατραλοίας -ου, ὁ [πατήρ, ἀλοιάω] vadermoordenaar.
}}
{{elru
|elrutext='''πατρᾰλοίας:''' ου и α ὁ отцеубийца Arph., Lys., Plat.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πατρᾰλοίας:''' γεν. <i>-α</i> και <i>-ου</i>, ὁ, κλητ. <i>-ἀλοῖα</i> ([[ἀλοιάω]])· αυτός που σκοτώνει τον [[πατέρα]] του, [[πατροκτόνος]], σε Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''πατρᾰλοίας:''' γεν. <i>-α</i> και <i>-ου</i>, ὁ, κλητ. <i>-ἀλοῖα</i> ([[ἀλοιάω]])· αυτός που σκοτώνει τον [[πατέρα]] του, [[πατροκτόνος]], σε Αριστοφ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πατρᾰλοίας:''' ου и α отцеубийца Arph., Lys., Plat.
|lstext='''πατρᾰλοίας''': γεν. α καὶ ου, , κλητ. -λοῖα· ([[ἀλοιάω]])· - ὁ φονεύων ἢ δέρων τὸν [[ἑαυτοῦ]] πατέρα, [[πατροκτόνος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 911. 1327, Βάτρ. 247, Λυσίας 116. 43, Πλάτ., κτλ.· ὡς θηλ. Ἡλιόδ. 10. 38.- Φέρεται πατρᾰλῴας ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πατραλοίας -ου, ὁ [πατήρ, ἀλοιάω] vadermoordenaar.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρᾰλοίας Medium diacritics: πατραλοίας Low diacritics: πατραλοίας Capitals: ΠΑΤΡΑΛΟΙΑΣ
Transliteration A: patraloías Transliteration B: patraloias Transliteration C: patraloias Beta Code: patraloi/as

English (LSJ)

gen. α and ου, ὁ, voc. -αλοῖα: (άω):—one who slays or strikes his father, parricide, Ar.Nu.911, 1327, Ra.274, Lys.10.8, Pl.Phd.114a, Sph.241d, etc.: as fem., Hld. 10.38:—sts. written πατραλῴας or πατρολῴας( πατρ-λώας, πατρ-λόας) in codd., as 1 Ep.Ti. 1.9, J.AJ16.11.1.

German (Pape)

[Seite 535] ὁ, = Folgdm; Plat. Phaed. 144 a; Lys. 10, 8; Arist. rhet. 2, 11, 2. – Bei Heliod. 10, 38 auch fem., τὴν ἀθέμιτον ἐμὲ καὶ πατραλοίαν.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
meurtrier de son père, parricide.
Étymologie: πατήρ, ἀλοιάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πατραλοίας -ου, ὁ [πατήρ, ἀλοιάω] vadermoordenaar.

Russian (Dvoretsky)

πατρᾰλοίας: ου и α ὁ отцеубийца Arph., Lys., Plat.

Greek Monolingual

και πατραλῴας και πατρολῴας και πατραλώας και πατρολόας, ὁ, Α
ο φονέας του πατέρα του ή αυτός που δέρνει, που κακοποιεί μέχρι θανάτου τον πατέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + -αλοίας (< ἀλοιῶ, επικ. τ. του ἀλοῶ «χτυπώ, μαστιγώνω» < ἀλωή «αλώνι»), πρβλ. μητρ-αλοίας].

Greek Monotonic

πατρᾰλοίας: γεν. και -ου, ὁ, κλητ. -ἀλοῖα (ἀλοιάω)· αυτός που σκοτώνει τον πατέρα του, πατροκτόνος, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

πατρᾰλοίας: γεν. α καὶ ου, ὁ, κλητ. -λοῖα· (ἀλοιάω)· - ὁ φονεύων ἢ δέρων τὸν ἑαυτοῦ πατέρα, πατροκτόνος, Ἀριστοφ. Νεφ. 911. 1327, Βάτρ. 247, Λυσίας 116. 43, Πλάτ., κτλ.· ὡς θηλ. Ἡλιόδ. 10. 38.- Φέρεται πατρᾰλῴας ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.

Middle Liddell

ἀλοιάω
one who slays his father, a parricide, Ar., etc.

English (Woodhouse)

murderer of a father, murderer of one's father

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)