παυστήρ: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui fait cesser, qui met fin à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παύω]].
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui fait cesser, qui met fin à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παυστήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ καταπαύων ἢ ἀνακουφίζων, Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου Σοφ. Φιλ. 1438, πρβλ. Ἠλ. 304, [[ὕπνος]], βροτείων, ὦ [[κόρη]], παυστὴρ πόνων Ἄλεξις ἐν «Ὕπνῳ» 1.
|elnltext=παυστήρ -ῆρος [παύω] genezer.
}}
{{elru
|elrutext='''παυστήρ:''' ῆρος ὁ успокоитель, исцелитель (νόσου Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παυστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[παύω]]), [[κάποιος]] που σταματά, που καταπραΰνει, ο περιθάλπων, <i>νόσου</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''παυστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[παύω]]), [[κάποιος]] που σταματά, που καταπραΰνει, ο περιθάλπων, <i>νόσου</i>, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παυστήρ:''' ῆρος ὁ успокоитель, исцелитель (νόσου Soph.).
|lstext='''παυστήρ''': ῆρος, ὁ, καταπαύων ἢ ἀνακουφίζων, Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου Σοφ. Φιλ. 1438, πρβλ. Ἠλ. 304, [[ὕπνος]], βροτείων, ὦ [[κόρη]], παυστὴρ πόνων Ἄλεξις ἐν «Ὕπνῳ» 1.
}}
{{elnl
|elnltext=παυστήρ -ῆρος [παύω] genezer.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παυστήρ]], ῆρος, ὁ, [[παύω]]<br />one who stops, calms, a [[reliever]], νόσου Soph.
|mdlsjtxt=[[παυστήρ]], ῆρος, ὁ, [[παύω]]<br />one who stops, calms, a [[reliever]], νόσου Soph.
}}
}}

Revision as of 21:19, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παυστήρ Medium diacritics: παυστήρ Low diacritics: παυστήρ Capitals: ΠΑΥΣΤΗΡ
Transliteration A: paustḗr Transliteration B: paustēr Transliteration C: pafstir Beta Code: pausth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, one who stops or relieves, νόσου S.Ph.1438, cf. El.304, Alex.240.9.

German (Pape)

[Seite 538] ῆρος, ὁ, der Aufhörenmachende, Stillende, Lindernde, Heilende, νόσου, Soph. Phil. 1438 El. 304; der Schlaf heißt παυστὴρ βροτείων νόσων, Alexis bei Ath. X, 449 e.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
qui fait cesser, qui met fin à, gén..
Étymologie: παύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παυστήρ -ῆρος [παύω] genezer.

Russian (Dvoretsky)

παυστήρ: ῆρος ὁ успокоитель, исцелитель (νόσου Soph.).

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
αυτός που καταπαύει ή διώχνει κάτι, αυτός που ανακουφίζει από κάτι («Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυ- του παύω + κατάλ. -τήρ (πρβλ. τιμωρη-τήρ). Το -σ- του τ. είναι αναλογικό προς το -σ- του αορ. ἔπαυσα (βλ. και λ. παύω)].

Greek Monotonic

παυστήρ: -ῆρος, ὁ (παύω), κάποιος που σταματά, που καταπραΰνει, ο περιθάλπων, νόσου, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

παυστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταπαύων ἢ ἀνακουφίζων, Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου Σοφ. Φιλ. 1438, πρβλ. Ἠλ. 304, ὕπνος, βροτείων, ὦ κόρη, παυστὴρ πόνων Ἄλεξις ἐν «Ὕπνῳ» 1.

Middle Liddell

παυστήρ, ῆρος, ὁ, παύω
one who stops, calms, a reliever, νόσου Soph.