περιποτάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδὺν δὲ βίον μύστῃσι πρόφαινε → Show forth to the initiates a sweet life

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶμαι;<br /><i>c.</i> [[περιπέτομαι]].
|btext=-ῶμαι;<br /><i>c.</i> [[περιπέτομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιποτάομαι''': ποιητ. ἀντὶ [[περιπέτομαι]], [[περιίπταμαι]], πετῶ ὁλόγυρα, τὰ δ’ ἀεὶ ζῶντα (δηλ. τὰ μαντεῖα) περιποτᾶται Σοφ. Ο. Τ. 482· μετ’ αἰτ., Ἡλιόδ. 2. 22.
|elnltext=περι-ποτάομαι vliegen rondom.
}}
{{elru
|elrutext='''περιποτάομαι:''' [[летать вокруг]], [[облетать]] (τι Soph.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιποτάομαι:''' ποιητ. αντί -[[πέτομαι]], [[πετώ]] [[ολόγυρα]], σε Σοφ.
|lsmtext='''περιποτάομαι:''' ποιητ. αντί -[[πέτομαι]], [[πετώ]] [[ολόγυρα]], σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιποτάομαι:''' [[летать вокруг]], [[облетать]] (τι Soph.).
|lstext='''περιποτάομαι''': ποιητ. ἀντὶ [[περιπέτομαι]], [[περιίπταμαι]], πετῶ ὁλόγυρα, τὰ δ’ ἀεὶ ζῶντα (δηλ. τὰ μαντεῖα) περιποτᾶται Σοφ. Ο. Τ. 482· μετ’ αἰτ., Ἡλιόδ. 2. 22.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-ποτάομαι vliegen rondom.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=poet. for -[[πέτομαι]]<br />to [[hover]] [[about]], Soph.
|mdlsjtxt=poet. for -[[πέτομαι]]<br />to [[hover]] [[about]], Soph.
}}
}}

Revision as of 21:24, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιποτάομαι Medium diacritics: περιποτάομαι Low diacritics: περιποτάομαι Capitals: ΠΕΡΙΠΟΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: peripotáomai Transliteration B: peripotaomai Transliteration C: peripotaomai Beta Code: peripota/omai

English (LSJ)

poet. for περιπέτομαι, hover about, τὰ δ' ἀεὶ ζῶντα (sc. τὰ μαντεῖα) περιποτᾶται S. OT482 (lyr.): c. acc., Hld.2.22.

German (Pape)

[Seite 589] poet. statt περιπέτομαι, herumfliegen, umflattern, Soph. O. R. 482.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
c. περιπέτομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-ποτάομαι vliegen rondom.

Russian (Dvoretsky)

περιποτάομαι: летать вокруг, облетать (τι Soph.).

Greek Monotonic

περιποτάομαι: ποιητ. αντί -πέτομαι, πετώ ολόγυρα, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

περιποτάομαι: ποιητ. ἀντὶ περιπέτομαι, περιίπταμαι, πετῶ ὁλόγυρα, τὰ δ’ ἀεὶ ζῶντα (δηλ. τὰ μαντεῖα) περιποτᾶται Σοφ. Ο. Τ. 482· μετ’ αἰτ., Ἡλιόδ. 2. 22.

Middle Liddell

poet. for -πέτομαι
to hover about, Soph.