ποικιλόνωτος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br />au dos tacheté.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[νῶτος]]. | |btext=ος, ον :<br />au dos tacheté.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[νῶτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=ποικιλόνωτος -ον [ποικίλος, νῶτος] met gevlekte rug:. ποικιλόνωτος... δράκων een slang met gevlekte rug Eur. IT 1245. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποικῐλόνωτος:''' [[с пестрой спиной]] ([[ὄφις]] Pind.; [[δράκων]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''ποικῐλόνωτος:''' -ον, αυτός που έχει [[πλάτη]] με ποικίλες, διάφορες αποχρώσεις, σε Ευρ. | |lsmtext='''ποικῐλόνωτος:''' -ον, αυτός που έχει [[πλάτη]] με ποικίλες, διάφορες αποχρώσεις, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ποικῐλόνωτος''': -ον, ὁ ἔχων τὰ νῶτα ποικιλόχροα, [[ὄφις]] Πινδ. 4. 442 [[δράκων]] Εὐρ. Ι. Τ. 1245· ποικιλόνωτον δόρκα ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 376. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ποικῐλό-νωτος, ον,<br />with [[back]] of [[various]] hues, Pind., Eur. | |mdlsjtxt=ποικῐλό-νωτος, ον,<br />with [[back]] of [[various]] hues, Pind., Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:28, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, with back of various hues, ὄφις Pi.P.4.249; δράκων E.IT1241(lyr.); δόρξ Id.HF376(lyr.).
German (Pape)
[Seite 650] mit buntem, schillerndem Rücken; ὄφις, Pind. P. 4, 249; δράκων, Eur. I. T. 1245; sp. D., wie Nonn. D. 19, 24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au dos tacheté.
Étymologie: ποικίλος, νῶτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλόνωτος -ον [ποικίλος, νῶτος] met gevlekte rug:. ποικιλόνωτος... δράκων een slang met gevlekte rug Eur. IT 1245.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλόνωτος: с пестрой спиной (ὄφις Pind.; δράκων Eur.).
English (Slater)
ποικῐλόνωτος with spotted back γλαυκῶπα ποικιλόνωτον ὄφιν (P. 4.249)
Greek Monolingual
-ον, Α
(για ζώα) αυτός που έχει ποικιλόχρωμα νώτα, αιολόνωτος («κτεῖνε... ποικιλόνωτον ὄφιν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -νωτος (< νῶτον), πρβλ. ευρύ-νωτος].
Greek Monotonic
ποικῐλόνωτος: -ον, αυτός που έχει πλάτη με ποικίλες, διάφορες αποχρώσεις, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλόνωτος: -ον, ὁ ἔχων τὰ νῶτα ποικιλόχροα, ὄφις Πινδ. 4. 442 δράκων Εὐρ. Ι. Τ. 1245· ποικιλόνωτον δόρκα ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 376.