πλοχμός: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />boucle de cheveux.<br />'''Étymologie:''' R. Πλεκ, plier ; v. [[πλέκω]], cf. [[πλόκαμος]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />boucle de cheveux.<br />'''Étymologie:''' R. Πλεκ, plier ; v. [[πλέκω]], cf. [[πλόκαμος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πλοχμός -οῦ, ὁ [~ πλόκαμος] haarlok, krul.
}}
{{elru
|elrutext='''πλοχμός:''' ὁ (только pl.)<br /><b class="num">1)</b> [[прядь волос]], [[локон]] Hom., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> [[щупальце]] (sc. πουλύπου Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλοχμός:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[πλόκαμος]], [[συνήθως]] στον πληθ., πλεξίδες, βόστρυχοι, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> πλοκάμια χταποδιού, σε Ανθ.
|lsmtext='''πλοχμός:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[πλόκαμος]], [[συνήθως]] στον πληθ., πλεξίδες, βόστρυχοι, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> πλοκάμια χταποδιού, σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=πλοχμός -οῦ, ὁ [~ πλόκαμος] haarlok, krul.
}}
{{elru
|elrutext='''πλοχμός:''' ὁ (только pl.)<br /><b class="num">1)</b> [[прядь волос]], [[локон]] Hom., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> [[щупальце]] (sc. πουλύπου Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πλοχμός]], οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> like [[πλόκαμος]], [[mostly]] in plural locks, braids of [[hair]], Il., Anth.<br /><b class="num">II.</b> the tendrils of the [[polypus]], Anth.
|mdlsjtxt=[[πλοχμός]], οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> like [[πλόκαμος]], [[mostly]] in plural locks, braids of [[hair]], Il., Anth.<br /><b class="num">II.</b> the tendrils of the [[polypus]], Anth.
}}
}}

Revision as of 23:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλοχμός Medium diacritics: πλοχμός Low diacritics: πλοχμός Capitals: ΠΛΟΧΜΟΣ
Transliteration A: plochmós Transliteration B: plochmos Transliteration C: plochmos Beta Code: ploxmo/s

English (LSJ)

ὁ, A like πλόκαμος, mostly in plural, locks, braids of hair, Il.17. 52, A.R.2.677, AP6.237 (Antist.), Q.S.5.39. II tentacles of the polypus, AP9.10 (Antip. Thess.).

German (Pape)

[Seite 638] ὁ, wie πλόκαμος, geflochtenes Haar, Locke, gew. im plur., Il. 17, 52 u. sp. D., wie An. Rh. 2, 677.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
boucle de cheveux.
Étymologie: R. Πλεκ, plier ; v. πλέκω, cf. πλόκαμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλοχμός -οῦ, ὁ [~ πλόκαμος] haarlok, krul.

Russian (Dvoretsky)

πλοχμός: ὁ (только pl.)
1) прядь волос, локон Hom., Anth.;
2) щупальце (sc. πουλύπου Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πλοχμός: -οῦ, ὁ, ὡς τὸ πλόκαμος, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. βόστρυχοι, πλόκαμοι τῆς κόμης, Ἰλ. Ρ. 52, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 677, Ἀνθ. Π. 6. 237. ΙΙ. οἱ πλόκαμοι τοῦ πολύποδος, αὐτόθι 9. 10.

English (Autenrieth)

=πλόκαμος, pl., Il. 17.52†.

Greek Monolingual

-oῡ, ὁ, Α
1. πλόκαμος, πλεξίδα
2. (ειδικά) το πλοκάμι του χταποδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοκ-σμός < ετεροιωμένη βαθμίδα πλοκ- του πλέκω + επίθημα -smo-, με σίγηση του -σ- και τροπή του άηχου -κ- σε δασύ -χ- (πρβλ. -ιω-χμός, ρω-χμός)].

Greek Monotonic

πλοχμός: -οῦ, ὁ,
I. όπως το πλόκαμος, συνήθως στον πληθ., πλεξίδες, βόστρυχοι, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
II. πλοκάμια χταποδιού, σε Ανθ.

Middle Liddell

πλοχμός, οῦ, ὁ,
I. like πλόκαμος, mostly in plural locks, braids of hair, Il., Anth.
II. the tendrils of the polypus, Anth.