πολυόμματος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a beaucoup d'yeux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ὄμμα]].
|btext=ος, ον :<br />qui a beaucoup d'yeux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ὄμμα]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυόμματος -ον [πολύς, ὄμμα] met vele ogen.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυόμμᾰτος:''' [[многоокий]] ([[Ἄργος]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυόμμᾰτος:''' -ον ([[ὄμμα]]), αυτός που έχει [[πολλά]] μάτια, σε Λουκ.
|lsmtext='''πολυόμμᾰτος:''' -ον ([[ὄμμα]]), αυτός που έχει [[πολλά]] μάτια, σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυόμματος -ον [πολύς, ὄμμα] met vele ogen.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυόμμᾰτος:''' [[многоокий]] ([[Ἄργος]] Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολυ-όμμᾰτος, ον, [[ὄμμα]]<br />[[many]]-eyed, Luc.
|mdlsjtxt=πολυ-όμμᾰτος, ον, [[ὄμμα]]<br />[[many]]-eyed, Luc.
}}
}}

Revision as of 23:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυόμμᾰτος Medium diacritics: πολυόμματος Low diacritics: πολυόμματος Capitals: ΠΟΛΥΟΜΜΑΤΟΣ
Transliteration A: polyómmatos Transliteration B: polyommatos Transliteration C: polyommatos Beta Code: poluo/mmatos

English (LSJ)

ον, many-eyed, of Argus, Luc.DDeor.3.1.

German (Pape)

[Seite 667] vieläugig, Argos, Luc. D. D. 3, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a beaucoup d'yeux.
Étymologie: πολύς, ὄμμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυόμματος -ον [πολύς, ὄμμα] met vele ogen.

Russian (Dvoretsky)

πολυόμμᾰτος: многоокий (Ἄργος Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυόμμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ ὄμματα, πολλοὺς ὀφθαλμούς, ἐπὶ τοῦ Ἄργου, Λουκ. Θεῶν, Δ. 3. 1.

Greek Monolingual

ο / πολυόμματος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων
μσν.-αρχ.
1. αυτός που έχει πολλά μάτια (α. «βουκόλον τίνα πολυόμματον Ἄργον τοὔνομα ἐπέστησεν», Λουκιαν.
β. «τὰ πολυόμματα Χερουβίμ καὶ τά ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ», Μέγ. Βασ.)
2. ονομασία ξεχωριστής τάξης τών αγγελικών δυνάμεων («ἡ δύναμις τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν πολυομμάτων», Ρωμ. Μελ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -όμματος (< ὄμμα, -ατος «μάτι»), πρβλ. γλαυκ-όμματος].

Greek Monotonic

πολυόμμᾰτος: -ον (ὄμμα), αυτός που έχει πολλά μάτια, σε Λουκ.

Middle Liddell

πολυ-όμμᾰτος, ον, ὄμμα
many-eyed, Luc.