προγεννήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br />aïeul.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[γεννάω]].
|btext=ορος (ὁ) :<br />aïeul.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[γεννάω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προγεννήτωρ -ορος, ὁ [πρό, γεννήτωρ] plur. voorouders.
}}
{{elru
|elrutext='''προγεννήτωρ:''' ορος ὁ прародитель, предок Eur.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προγεννήτωρ:''' -ορος, ὁ, στον πληθ., πρόγονοι, σε Ευρ.
|lsmtext='''προγεννήτωρ:''' -ορος, ὁ, στον πληθ., πρόγονοι, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=προγεννήτωρ -ορος, ὁ [πρό, γεννήτωρ] plur. voorouders.
}}
{{elru
|elrutext='''προγεννήτωρ:''' ορος ὁ прародитель, предок Eur.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προ-[[γεννήτωρ]], ορος, ὁ,<br />in pl. forefathers, Eur.
|mdlsjtxt=προ-[[γεννήτωρ]], ορος, ὁ,<br />in pl. forefathers, Eur.
}}
}}

Revision as of 23:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προγεννήτωρ Medium diacritics: προγεννήτωρ Low diacritics: προγεννήτωρ Capitals: ΠΡΟΓΕΝΝΗΤΩΡ
Transliteration A: progennḗtōr Transliteration B: progennētōr Transliteration C: progennitor Beta Code: progennh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, in plural προγεννήτορες, forefathers, E.Hipp. 1380 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 713] ορος, ὁ, = Vorigem, παλαιοί, Eur. Hipp. 1380.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
aïeul.
Étymologie: πρό, γεννάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προγεννήτωρ -ορος, ὁ [πρό, γεννήτωρ] plur. voorouders.

Russian (Dvoretsky)

προγεννήτωρ: ορος ὁ прародитель, предок Eur.

Greek (Liddell-Scott)

προγεννήτωρ: -ορος, ὁ, ἐν τῷ πληθ. προγεννήτορες, πρόγονοι, Εὐρ. Ἱππ. 1380.

Greek Monolingual

και προγενέτωρ, -ορος, ὁ, θηλ. προγεννήτειρα, Α
1. ο προπάτωρ, ο πρώτος πατέρας γένους, ο γενάρχης
2. το θηλ. η πρώτη μητέρα γενιάς, προμήτωρ
3. στον πληθ. οἱ προγεννήτορες
οι πρόγονοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προγεννῶ/προγίγνομαι + επίθημα -τωρ (πρβλ. προηγή-τωρ)].

Greek Monotonic

προγεννήτωρ: -ορος, ὁ, στον πληθ., πρόγονοι, σε Ευρ.

Middle Liddell

προ-γεννήτωρ, ορος, ὁ,
in pl. forefathers, Eur.