προηγορία: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />plaidoyer pour autrui, défense de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[προήγορος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />plaidoyer pour autrui, défense de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[προήγορος]].
}}
{{elnl
|elnltext=προηγορία -ας, ἡ [προήγορος] pleitbezorging:. τὴν προηγορίαν δέχου aanvaard de rol van pleiter Luc. 28.22.
}}
{{elru
|elrutext='''προηγορία:''' ἡ защитительная речь, тж. заступничество Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προηγορία:''' ἡ, [[ομιλία]] υπεράσπισης άλλων, σε Λουκ.
|lsmtext='''προηγορία:''' ἡ, [[ομιλία]] υπεράσπισης άλλων, σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=προηγορία -ας, ἡ [προήγορος] pleitbezorging:. τὴν προηγορίαν δέχου aanvaard de rol van pleiter Luc. 28.22.
}}
{{elru
|elrutext='''προηγορία:''' ἡ защитительная речь, тж. заступничество Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προηγορία]], ἡ,<br />a [[speaking]] in [[behalf]] of others, Luc.
|mdlsjtxt=[[προηγορία]], ἡ,<br />a [[speaking]] in [[behalf]] of others, Luc.
}}
}}

Revision as of 23:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προηγορία Medium diacritics: προηγορία Low diacritics: προηγορία Capitals: ΠΡΟΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: proēgoría Transliteration B: proēgoria Transliteration C: proigoria Beta Code: prohgori/a

English (LSJ)

ἡ, speaking in behalf of others, Luc.Pisc. 22.

German (Pape)

[Seite 723] ἡ, das Sprechen für Andere, die Fürsprache, Vertheidigung, Luc. pisc. 22.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
plaidoyer pour autrui, défense de qqn.
Étymologie: προήγορος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προηγορία -ας, ἡ [προήγορος] pleitbezorging:. τὴν προηγορίαν δέχου aanvaard de rol van pleiter Luc. 28.22.

Russian (Dvoretsky)

προηγορία: ἡ защитительная речь, тж. заступничество Luc.

Greek (Liddell-Scott)

προηγορία: ἡ, τὸ ἀγορεύειν ὑπὲρ ἄλλων, Λουκ. Ἁλ. 22.

Greek Monolingual

ἡ, Α προήγορος
το να μιλά κανείς στο δικαστήριο υπέρ κάποιου άλλου, η υπεράσπιση, η συνηγορία.

Greek Monotonic

προηγορία: ἡ, ομιλία υπεράσπισης άλλων, σε Λουκ.

Middle Liddell

προηγορία, ἡ,
a speaking in behalf of others, Luc.