πολύμετρος: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est en grande quantité, abondant;<br /><b>2</b> qui se compose de plusieurs mètres.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[μέτρον]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est en grande quantité, abondant;<br /><b>2</b> qui se compose de plusieurs mètres.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[μέτρον]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολύμετρος -ον [πολύς, μέτρον] overvloedig.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύμετρος:''' [[обильный]] ([[στάχυς]] Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύμετρος:''' -ον ([[μέτρον]])·,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι φτιαγμένος από [[πολλά]] [[μέτρα]], απ' όπου [[άφθονος]], [[πλούσιος]], σε Ευρ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που εμπεριέχει [[πολλά]] [[μέτρα]], σε Αθήν.
|lsmtext='''πολύμετρος:''' -ον ([[μέτρον]])·,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι φτιαγμένος από [[πολλά]] [[μέτρα]], απ' όπου [[άφθονος]], [[πλούσιος]], σε Ευρ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που εμπεριέχει [[πολλά]] [[μέτρα]], σε Αθήν.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύμετρος -ον [πολύς, μέτρον] overvloedig.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύμετρος:''' [[обильный]] ([[στάχυς]] Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-μετρος, ον, [[μέτρον]]<br /><b class="num">I.</b> of [[many]] measures, [[hence]] [[copious]], [[abundant]], Eur. ap. Ar.<br /><b class="num">II.</b> consisting of [[many]] metres, Ath
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-μετρος, ον, [[μέτρον]]<br /><b class="num">I.</b> of [[many]] measures, [[hence]] [[copious]], [[abundant]], Eur. ap. Ar.<br /><b class="num">II.</b> consisting of [[many]] metres, Ath
}}
}}

Revision as of 23:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύμετρος Medium diacritics: πολύμετρος Low diacritics: πολύμετρος Capitals: ΠΟΛΥΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: polýmetros Transliteration B: polymetros Transliteration C: polymetros Beta Code: polu/metros

English (LSJ)

ον, A of many measures: hence, copious, abundant, π. στάχυς E.Fr.516(ap.Ar.Ra.1240). II written in many metres, δρᾶμα Ath.13.608e.

German (Pape)

[Seite 666] von vielen Maßen, bes. Versmaßen, Sp.; δρᾶμα πολύμετρον, Ath. XIII, 608 d; auch viel messend, groß, στάχυς, Eur. fr. b. Ar. Ran. 1238 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est en grande quantité, abondant;
2 qui se compose de plusieurs mètres.
Étymologie: πολύς, μέτρον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύμετρος -ον [πολύς, μέτρον] overvloedig.

Russian (Dvoretsky)

πολύμετρος: обильный (στάχυς Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύμετρος: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν συνιστάμενος, ὅθεν πολύς, ἄφθονος, π. στάχυς Εὐρ. (Ἀποσπ. 520) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1240. ΙΙ. (γραμματ.), ὁ ἐκ πολλῶν μέτρων συνιστάμενος, Ἀθήν. 608D.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει έκταση πολλών μέτρων
2. αυτός που αποτελείται από πολλά μέτρα, από πολλούς στίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. βραχύ-μετρος].

Greek Monotonic

πολύμετρος: -ον (μέτρον)·,
I. αυτός που είναι φτιαγμένος από πολλά μέτρα, απ' όπου άφθονος, πλούσιος, σε Ευρ., Αριστοφ.
II. αυτός που εμπεριέχει πολλά μέτρα, σε Αθήν.

Middle Liddell

πολύ-μετρος, ον, μέτρον
I. of many measures, hence copious, abundant, Eur. ap. Ar.
II. consisting of many metres, Ath