προπαιδεύω: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=enseigner auparavant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[παιδεύω]].
|btext=enseigner auparavant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[παιδεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προπαιδεύω''': [[διδάσκω]] πρότερον, τινὰ εἴς τι Κλήμ. Ἀλ. 484· Παθ. (ἴδε [[προπαιδεία]]), Πλάτ. Πολ. 536D· πρὸς πάσας... τέχνας ἔστιν ἃ δεῖ προπαιδεύεσθαι Ἀριστ. Πολιτ. 8. 1, 2· ὑπό τινος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 29.
|elnltext=προ-παιδεύω tevoren onderwijzen.
}}
{{elru
|elrutext='''προπαιδεύω:''' [[предварительно обучать]], [[подготовлять]] (προπαιδεύεσθαι πρὸς τὰς τῶν τεχνῶν ἐργασίας Arst.): ([[προπαιδεία]]), ἣν τῆς διαλεκτικῆς [[δεῖ]] προπαιδευθῆναι Plat. подготовительное обучение, которое нужно пройти до диалектики.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προπαιδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διδάσκω]] εκ των προτέρων — Παθ., σε Πλάτ.
|lsmtext='''προπαιδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διδάσκω]] εκ των προτέρων — Παθ., σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προπαιδεύω:''' [[предварительно обучать]], [[подготовлять]] (προπαιδεύεσθαι πρὸς τὰς τῶν τεχνῶν ἐργασίας Arst.): ([[προπαιδεία]]), ἣν τῆς διαλεκτικῆς [[δεῖ]] προπαιδευθῆναι Plat. подготовительное обучение, которое нужно пройти до диалектики.
|lstext='''προπαιδεύω''': [[διδάσκω]] πρότερον, τινὰ εἴς τι Κλήμ. Ἀλ. 484· Παθ. (ἴδε [[προπαιδεία]]), Πλάτ. Πολ. 536D· πρὸς πάσας... τέχνας ἔστιν ἃ δεῖ προπαιδεύεσθαι Ἀριστ. Πολιτ. 8. 1, 2· ὑπό τινος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 29.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-παιδεύω tevoren onderwijzen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[teach]] [[beforehand]]:—Pass., Plat.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[teach]] [[beforehand]]:—Pass., Plat.
}}
}}

Revision as of 21:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπαιδεύω Medium diacritics: προπαιδεύω Low diacritics: προπαιδεύω Capitals: ΠΡΟΠΑΙΔΕΥΩ
Transliteration A: propaideúō Transliteration B: propaideuō Transliteration C: propaideyo Beta Code: propaideu/w

English (LSJ)

teach beforehand, in Pass., Pl.R.536d; πρὸς πάσας… τέχνας ἔστιν ἃ δεῖ προπαιδεύεσθαι Arist.Pol.1337a19; ὑπό τινων S.E. M.6.29.

German (Pape)

[Seite 738] vorher unterrichten, τῆς προπαιδείας, ἣν τῆς διαλεκτικῆς δεῖ προπαιδευθῆναι, Plat. Rep. VII, 536 d.

French (Bailly abrégé)

enseigner auparavant, acc..
Étymologie: πρό, παιδεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-παιδεύω tevoren onderwijzen.

Russian (Dvoretsky)

προπαιδεύω: предварительно обучать, подготовлять (προπαιδεύεσθαι πρὸς τὰς τῶν τεχνῶν ἐργασίας Arst.): (ἡ προπαιδεία), ἣν τῆς διαλεκτικῆς δεῖ προπαιδευθῆναι Plat. подготовительное обучение, которое нужно пройти до диалектики.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
εκπαιδεύω προκαταρκτικά, προετοιμάζω κάποιον για ανώτερες γνώσεις ή σπουδές
μσν.-αρχ.
δίνω προκαταρκτικές οδηγίες.

Greek Monotonic

προπαιδεύω: μέλ. -σω, διδάσκω εκ των προτέρων — Παθ., σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

προπαιδεύω: διδάσκω πρότερον, τινὰ εἴς τι Κλήμ. Ἀλ. 484· Παθ. (ἴδε προπαιδεία), Πλάτ. Πολ. 536D· πρὸς πάσας... τέχνας ἔστιν ἃ δεῖ προπαιδεύεσθαι Ἀριστ. Πολιτ. 8. 1, 2· ὑπό τινος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 29.

Middle Liddell

fut. σω
to teach beforehand:—Pass., Plat.