πυρσώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης, ες:<br />enflammé, ardent.<br />'''Étymologie:''' [[πυρσός]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />enflammé, ardent.<br />'''Étymologie:''' [[πυρσός]], -ωδης.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πυρσώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς πυρσόν, ὁ λαμπρῶς καίων, [[λαμπρός]], φλὸξ Εὐρ. Βάκχ. 146.
|elnltext=πυρσώδης -ες [2. πυρσός] als een fakkel, brandend.
}}
{{elru
|elrutext='''πυρσώδης:''' [[похожий на факел]], [[ярко пылающий]] ([[φλόξ]] Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πυρσώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με πυρσό, σε Ευρ.
|lsmtext='''πυρσώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με πυρσό, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πυρσώδης:''' [[похожий на факел]], [[ярко пылающий]] ([[φλόξ]] Eur.).
|lstext='''πυρσώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς πυρσόν, ὁ λαμπρῶς καίων, [[λαμπρός]], φλὸξ Εὐρ. Βάκχ. 146.
}}
{{elnl
|elnltext=πυρσώδης -ες [2. πυρσός] als een fakkel, brandend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πυρσ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like a firebrand, Eur.
|mdlsjtxt=πυρσ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like a firebrand, Eur.
}}
}}

Revision as of 22:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρσώδης Medium diacritics: πυρσώδης Low diacritics: πυρσώδης Capitals: ΠΥΡΣΩΔΗΣ
Transliteration A: pyrsṓdēs Transliteration B: pyrsōdēs Transliteration C: pyrsodis Beta Code: pursw/dhs

English (LSJ)

ες, like a firebrand, bright-burning, φλόξ E.Ba.146 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 825] ες, einem Feuerbrande ähnlich, φλόξ, Eur. Bacch. 146.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
enflammé, ardent.
Étymologie: πυρσός, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρσώδης -ες [2. πυρσός] als een fakkel, brandend.

Russian (Dvoretsky)

πυρσώδης: похожий на факел, ярко пылающий (φλόξ Eur.).

Greek Monolingual

-ῶδες, Α πυρσός (Ι)]
1. ο όμοιος με πυρσό
2. αυτός που καίγεται εκπέμποντας λάμψη, λαμπρός («ἔχων πυρσώδη φλόγα πεύκας», Ευρ.).

Greek Monotonic

πυρσώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με πυρσό, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πυρσώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς πυρσόν, ὁ λαμπρῶς καίων, λαμπρός, φλὸξ Εὐρ. Βάκχ. 146.

Middle Liddell

πυρσ-ώδης, ες εἶδος
like a firebrand, Eur.