πύρρα: Difference between revisions
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, ΝΑ [[πυρρός]]<br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Πύρρα</i><br />[[κόρη]] του Επιμηθέως και της Πανδώρας και [[σύζυγος]] του Δευκαλίωνος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> μυθική [[ονομασία]] της Θεσσαλίας προερχόμενη από τον μύθο της Πύρρας και του Δευκαλίωνος<br /><b>2.</b> (<b>ως προσηγορ.</b>) [[είδος]] πτηνού με κόκκινο [[χρώμα]]. | |mltxt=ἡ, ΝΑ [[πυρρός]]<br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Πύρρα</i><br />[[κόρη]] του Επιμηθέως και της Πανδώρας και [[σύζυγος]] του Δευκαλίωνος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> μυθική [[ονομασία]] της Θεσσαλίας προερχόμενη από τον μύθο της Πύρρας και του Δευκαλίωνος<br /><b>2.</b> (<b>ως προσηγορ.</b>) [[είδος]] πτηνού με κόκκινο [[χρώμα]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>ein [[rötlicher]] [[Vogel]]</i>, Ael. <i>H.A</i>. 4.5, Opp. <i>Ix</i>. 3.13, auch [[πυρρίας]] [[genannt]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:32, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, (πυρρός) a red-coloured bird, Ael.NA4.5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
sorte d'oiseau rouge.
Étymologie: πυρρός.
Greek (Liddell-Scott)
πύρρᾱ: ἡ, (πυρρὸς) πτηνόν τι ἐρυθρὸν τὸ χρῶμα, Αἰλ. περὶ Ζῴων 4. 5. ΙΙ. μυθολογικὸν ὄνομα τῆς Θεσσαλίας, ἡ ἐρυθρὰ γῆ, ὅθεν ὁ μῦθος τῆς Πύρρας καὶ τοῦ Δευκαλίωνος, M. Müller Sc. of Lang. I. σ. 12.
Greek Monolingual
ἡ, ΝΑ πυρρός
ως κύριο όν. Πύρρα
κόρη του Επιμηθέως και της Πανδώρας και σύζυγος του Δευκαλίωνος
αρχ.
1. ως κύριο όν. μυθική ονομασία της Θεσσαλίας προερχόμενη από τον μύθο της Πύρρας και του Δευκαλίωνος
2. (ως προσηγορ.) είδος πτηνού με κόκκινο χρώμα.
German (Pape)
ἡ, ein rötlicher Vogel, Ael. H.A. 4.5, Opp. Ix. 3.13, auch πυρρίας genannt.