πύξινος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=η, ον :<br />fait de buis.<br />'''Étymologie:''' [[πύξος]]. | |btext=η, ον :<br />fait de buis.<br />'''Étymologie:''' [[πύξος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πύξινος -η -ον [πύξος, Lat. buxus, ‘buksboom'] f. Ion. πυξινέη, van bukshout. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πύξῐνος:''' [[самшитовый]], [[буксовый]] ([[ζυγόν]] Hom.; [[κτείς]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''πύξῐνος:''' -η, -ον ([[πύξος]]), φτιαγμένος από [[ξύλο]] θάμνου (<i>πύξου</i>), σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ. | |lsmtext='''πύξῐνος:''' -η, -ον ([[πύξος]]), φτιαγμένος από [[ξύλο]] θάμνου (<i>πύξου</i>), σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πύξῐνος''': -η, -ον, ([[πύξος]]) ὁ ἐκ πύξου πεποιημένος, ζυγὸν Ἰλ. Ω. 269· [[ἔπειτα]] κλίνην ἀμφίκολλον πυξίνην Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 10, Θεόκρ, 24. 108· π. κτένα Ἀνθ. Π. 6. 211. II. [[κίτρινος]] ὡς τὸ [[ξύλον]] τῆς πύξου, Χαιρεφῶν ὁ π. Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 22, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Σφ. 1408, Φιλόστρ. 483, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πύξῐνος, η, ον [[πύξος]]<br />made of box-[[wood]], Il., Theocr. | |mdlsjtxt=πύξῐνος, η, ον [[πύξος]]<br />made of box-[[wood]], Il., Theocr. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:19, 2 October 2022
English (LSJ)
η, ον, (πύξος) A made of boxwood, ζυγόν Il.24.269; πλαισίω (dual) IG12.373.203; κλίνη Pl.Com.34; πόδες κλίνης PGrenf.1.14.7 (ii B.C., cf. 2p.211); ἁλία Archipp.13; φόρμιγξ Theoc.24.110; κτένα AP6.211 (Leon.). 2 -ινον, τό, boxwood tablet, PGrenf.1.14.12 (ii B.C., pl.). II yellow as boxwood, Χαιρεφῶν ὁ π. Eup.239, cf. Philostr.VS1Praef., Sch.Ar.V.1399, etc.; pyxinum [collyrium], Cels. 6.6.25.
German (Pape)
[Seite 818] von Buxbaumholz; ζυγόν, Il. 24, 269; Theocr. 24, 108; αὐλοδόκος, κτείς, Leon. Tac. 1. 5 (V, 206. VI, 211); auch dem Buxbaum an Farbe gleich, bleich, gelb, Philostr.; so nannten die Comiker den Chairephon, Schol. Ar. Vesp. 1399.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait de buis.
Étymologie: πύξος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πύξινος -η -ον [πύξος, Lat. buxus, ‘buksboom'] f. Ion. πυξινέη, van bukshout.
Russian (Dvoretsky)
πύξῐνος: самшитовый, буксовый (ζυγόν Hom.; κτείς Anth.).
English (Autenrieth)
(πύξος): of box-wood, Il. 24.269†.
Greek Monolingual
-η, -ο / πύξινος, -ίνη, -ον, ΝΑ, και πυξίνεος, -έα, -ον, Α
ο κατασκευασμένος από ξύλο πύξου («πυξίνη φόρμιγξ», Θεόκρ.)
αρχ.
1. κίτρινος όπως το ξύλο της πύξου, ωχρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύξινον
πινακίδα από πύξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύξος «είδος φυτού» + κατάλ. -ινος και -ίνεος (παρεκτεταμένη μορφή της -ινος), πρβλ. κέδρ-ινος και κεδρ-ίνεος].
Greek Monotonic
πύξῐνος: -η, -ον (πύξος), φτιαγμένος από ξύλο θάμνου (πύξου), σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
πύξῐνος: -η, -ον, (πύξος) ὁ ἐκ πύξου πεποιημένος, ζυγὸν Ἰλ. Ω. 269· ἔπειτα κλίνην ἀμφίκολλον πυξίνην Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 10, Θεόκρ, 24. 108· π. κτένα Ἀνθ. Π. 6. 211. II. κίτρινος ὡς τὸ ξύλον τῆς πύξου, Χαιρεφῶν ὁ π. Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 22, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Σφ. 1408, Φιλόστρ. 483, κτλ.