σιδηρόχαλκος: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />fait de fer et de cuivre.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[χαλκός]].
|btext=ος, ον :<br />fait de fer et de cuivre.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[χαλκός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σῐδηρόχαλκος''': -ον, ὁ ἐκ σιδήρου καὶ χαλκοῦ, [[τομή]] Λουκ. Ὠκύπ. 90.
|elnltext=σιδηρόχαλκος -ον [σίδηρος, χάλκος] van ijzer en brons. [Luc.] 74.96.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηρόχαλκος:''' [[сделанный из железа и меди]] ([[τομή]] Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σῑδηρόχαλκος:''' -ον, αυτός που είναι κατασκευασμένος από σίδηρο και χαλκό, [[τομή]], σε Λουκ.
|lsmtext='''σῑδηρόχαλκος:''' -ον, αυτός που είναι κατασκευασμένος από σίδηρο και χαλκό, [[τομή]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σῐδηρόχαλκος:''' [[сделанный из железа и меди]] ([[τομή]] Luc.).
|lstext='''σῐδηρόχαλκος''': -ον, ὁ ἐκ σιδήρου καὶ χαλκοῦ, [[τομή]] Λουκ. Ὠκύπ. 90.
}}
{{elnl
|elnltext=σιδηρόχαλκος -ον [σίδηρος, χάλκος] van ijzer en brons. [Luc.] 74.96.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῐδηρό-χαλκος, ον,<br />of [[iron]] and [[copper]], [[τομή]] Luc.
|mdlsjtxt=σῐδηρό-χαλκος, ον,<br />of [[iron]] and [[copper]], [[τομή]] Luc.
}}
}}

Revision as of 22:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρόχαλκος Medium diacritics: σιδηρόχαλκος Low diacritics: σιδηρόχαλκος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: sidēróchalkos Transliteration B: sidērochalkos Transliteration C: sidirochalkos Beta Code: sidhro/xalkos

English (LSJ)

ον, of iron and copper, τομή Luc. Ocyp.96, cf. Zos.Alch.p.214B.

German (Pape)

[Seite 880] von Eisen und Kupfer, τομή, Luc. Ocyp. 96.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait de fer et de cuivre.
Étymologie: σίδηρος, χαλκός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηρόχαλκος -ον [σίδηρος, χάλκος] van ijzer en brons. [Luc.] 74.96.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρόχαλκος: сделанный из железа и меди (τομή Luc.).

Greek Monolingual

ο / σιδηρόχαλκος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
κράμα από σίδηρο και χαλκό
αρχ.
αυτός που αποτελείται από σίδηρο και χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + χαλκός.

Greek Monotonic

σῑδηρόχαλκος: -ον, αυτός που είναι κατασκευασμένος από σίδηρο και χαλκό, τομή, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόχαλκος: -ον, ὁ ἐκ σιδήρου καὶ χαλκοῦ, τομή Λουκ. Ὠκύπ. 90.

Middle Liddell

σῐδηρό-χαλκος, ον,
of iron and copper, τομή Luc.