σταυροφόρος: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui porte une croix.<br />'''Étymologie:''' [[σταυρός]], [[φέρω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui porte une croix.<br />'''Étymologie:''' [[σταυρός]], [[φέρω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σταυροφόρος:''' [[крестоносный]] Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σταυροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει, βαστάει τον σταυρό, σε Ανθ. | |lsmtext='''σταυροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει, βαστάει τον σταυρό, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σταυρο-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br />[[bearing]] the [[cross]], Anth. | |mdlsjtxt=σταυρο-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br />[[bearing]] the [[cross]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, bearing a cross, MAMA3.632 (Corycus).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte une croix.
Étymologie: σταυρός, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
σταυροφόρος: крестоносный Anth.
Greek (Liddell-Scott)
σταυροφόρος: -ον, (φέρω) ὁ φέρων τὸν σταυρόν, Ἀνθ. Π. 8. 146, Βυζ.· - σταυροφορέω, φέρω (βαστάζω) τὸν σταυρόν, Νικήτ. Χρον. 253Α.
Greek Monolingual
-ο / σταυροφόρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που φέρει σταυρό
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σταυροφόρα
βοτ. τα σταυρανθή
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. ο σταυροφόρος
πολεμιστής του μεσαίωνα με σταυρό ραμμένο στη στολή του, ο οποίος έλαβε μέρος σε σταυροφορία στους Αγίους Τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -φόρος].
Greek Monotonic
σταυροφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει, βαστάει τον σταυρό, σε Ανθ.